Πριν κανα δυο εβδομάδες, στις αρχές Μαΐου του 2019, ανέβασα μια καινούργια σελίδα στο Γνωμικολογικόν με Παραφθέγματα, δηλαδή με Γνωμικά για τα οποία η απόδοση σε κάποια πηγή είναι εσφαλμένη και διαφορετική από αυτή που νομίζουμε (βλ. και το αμέσως προηγούμενο post).
O όρος «Παράφθεγμα» ήταν προσωπική επινόηση που βασίστηκε σε ένα απλό σκεπτικό: η πρόθεση απο στη λέξη απόφθεγμα αντικαταστάθηκε από την πρόθεση παρα για να αξιοποιηθεί η αναιρετική και αρνητική χροιά που προσδίδει η πρόθεση αυτή όταν μπαίνει σαν πρώτο συνθετικό σε κάποιες λέξεις. Παραδείγματα: παραπληροφόρηση, παραφιλολογία, παραοικονομία κ.λπ.
Η λέξη, λοιπόν, εισήχθη στο Γνωμικολογικόν ως εφεύρημα και ως ανύπαρκτη —υποτίθεται— λέξη που εξυπηρετούσε την ανάγκη να ομαδοποιηθούν όλα αυτά τα αποφθέγματα με πλαστή ή παρεξηγημένη προέλευση.
Όμως η λέξη υπήρχε! Δεν το ήξερα, αλλά υπήρχε ήδη στα Αρχαία Ελληνικά. Είναι παράγωγο του ρήματος παραφθέγγομαι το οποίο είχε διάφορες σημασίες: λέω ανοησίες, διακόπτω κάποιον όταν μιλάει, μουρμουρίζω ακατάληπτα. Κυρίως όμως είχε την έννοια που αντιστοιχεί στο νεοελληνικό: [τα] παραλέω.
Η λέξη εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία στον διάλογο Ευθύδημος του Πλάτωνα. Σε αυτόν τον διάλογο ο νεαρός σοφιστής Ευθύδημος και ο αδερφός του Διονυσόδωρος προσπαθούν να στριμώξουν με εριστικές ερωτήσεις τον Σωκράτη, ο ο οποίος όμως τους αντικρούει μη απαντώντας ευθέως. Επίσης τους εκνευρίζει επειδή οι απαντήσεις του περιέχουν συμπληρωματικές διευκρινήσεις που δεν εξυπηρετούν την επιχειρηματολογία του Ευθύδημου.
Αυτές οι ανεπιθύμητες προσθήκες ονομάζονται από τον Ευθύδημο παραφθέγματα. Σε ένα σημείο λέει στον Σωκράτη: ἥκει το αὐτὸ παράφθεγμα (που σημαίνει περίπου: άντε πάλι αυτό η παραπανίσια κουβέντα) ενώ προηγουμένως του είχε πει: οὐκ αὖ, ἔφη, παύσῃ παραφθεγγόμενος; με την έννοια: δεν θα σταματήσεις επιτέλους να λες παραπάνω απ’ αυτά που σε ρωτάνε;)
Έχω την εντύπωση —χωρίς να είμαι βέβαιος—πως η λέξη δεν υπήρχε στην τότε καθομιλουμένη. Υπήρχε όμως το παραφθέγγομαι και ο Ευθύδημος (ή, ίσως, ο Πλάτων) χρησιμοποιεί το παράγωγό του παράφθεγμα για να αξιοποιήσει τη διττή, απαξιωτική έννοια του ρήματος: λέω πράγματα περιττά και ανόητα.
Ο διάλογος αυτός του Πλάτωνα, που θεωρείται από τις αντιπροσωπευτικές εφαρμογές της Σωκρατικής Μεθόδου, φαίνεται ότι κατοχύρωσε, συν τοις άλλοις, τον όρο «παράφθεγμα» σαν ένα ρητορικό τέχνασμα.
Η λέξη έχει την τιμητική της στο κλασσικό σύγγραμα περί ρητορικής «Ιεροί Λόγοι» του Αίλιου Αριστείδη. Ο Αίλιος Αριστείδης ήταν αρχαίος Έλληνας σοφιστής και ρήτορας που έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Ήταν ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της Δεύτερης Σοφιστικής. Στο έργο του Ιεροί Λόγοι υπάρχει ένα εκτενές κεφάλαιο με τίτλο ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΦΘΕΓΜΑΤΟΣ. (Άλλοι τίτλοι κεφαλαίων στα έργα του είναι λ.χ. Περί Σφοδρότητος, Περί Γλυκύτητος κ.λπ.). Αν μη τι άλλο αυτό δείχνει ότι εκείνη την εποχή τα παραφθέγματα ήταν ένα ήδη καθιερωμένο στυλ της διαλεκτικής.
Άρα η λέξη υπήρχε, και το Γνωμικολογικόν την επανεισήγαγε, δεν την επινόησε. Ίσως η έννοια με την οποία χρησιμοποιείται το παράφθεγμα στο Γνωμικολογικόν δεν συμπίπτει ακριβώς με τη σημασία που έχει στη ρητορική τέχνη, αλλά αντιστοιχεί πλήρως με την έννοια που έχει σαν παράγωγο του αρχαίου ρήματος παραφθέγγομαι, την έννοια της ανόητης και περιττής υπερβολής.
Οπότε, η επιλογή της λέξης αποδεικνύεται πολύ σωστή, νομίζω.
No comments:
Post a Comment