21.2.23
Χάρτης με τα τέρατα της Ελληνικής Μυθολογίας
17.7.21
Απολλώνιος ο Τυανεύς
Μια εκπληκτική μορφή της Αρχαίας Ελλάδας.
Αναδημοσιεύω απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου «Οι Εσταυρωμένοι Σωτήρες», όπως παρουσιάστηκε στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, από όπου και τα σχόλια
__________________________________________________________________________
Οι καιροί εκείνοι γεννούσαν διδάσκαλους, προφήτες και κήρυκες. Οι άνθρωποι ζούσαν στην αβεβαιότητα, το άγχος και την αγωνία και ζητούσαν παραμυθία και λύτρωση. Είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στις αρχαίες αρετές και εγκατέλειψαν τις αξίες και τα οράματα, τα οποία εντούτοις είχαν δημιουργήσει το μεγαλείο της Αρχαίας Ελλάδας. Οι μεν σκεπτόμενοι είχαν παραδοθεί στις μυστικιστικές παρηγορίες των Νεοπλατωνικών και των Γνωστικών, οι δε λοιποί στην πιο χοντροκομμένη δεισιδαιμονία1.
Στηριγμένος στην παράδοση του Πυθαγόρα και συνδυάζοντας τη φιλοσοφία με τον ασκητισμό, τη θεουργία με τη φιλοκαλία, δίδασκε πως η λύτρωση θα έρθει με την αυτογνωσία και την ηθική ολοκλήρωση του ανθρώπου, μέσα από την άσκηση και την εγκράτεια.
* * *
Ο Απολλώνιος ο Τυανέας γεννήθηκε τον τρίτο χρόνο της ηγεμονίας του Καίσαρα Τιβέριου3. Πατρίδα του ήταν τα Τύανα, πανάρχαιο λατρευτικό κέντρο της Καππαδοκίας4. Καταγόταν από αρχαία και πλούσια οικογένεια της πόλης. Ο πατέρας του λεγόταν επίσης Απολλώνιος, αλλά η παράδοση έλεγε πως στην πραγματικότητα ήταν παιδί του Δία. Πάντως όταν η μητέρα του ήταν έγκυος είδε σε όραμα τον Πρωτέα, τον αρχαίο θεό της Αιγύπτου, που της προείπε ότι θα γεννήσει σοφόν άνθρωπο. Η μητέρα του έλουσε το νεογέννητο αγόρι της στην Ασβαμαία πηγή του Ορκίου Διός. Όταν ο Απολλώνιος έγινε δεκατεσσάρων χρονών, ο πατέρας του τον εμπιστεύθηκε στο φιλόσοφο Ευθύδημο, στην Ταρσό, σπουδαίο μορφωτικό κέντρο της εποχής και κατόπιν στον Πυθαγόρειο Εύξενο, από την Ηράκλεια του Πόντου. Ο Απολλώνιος τήρησε τον κανόνα των Πυθαγορείων, κρατώντας σιγή επί πέντε χρόνια, αλλά σε όλο αυτό το διάστημα παρέμενε εύθυμος και ιλαρός και μπορούσε με το βλέμμα του ή με αδιόρατες κινήσεις να συνεννοείται με τους άλλους ανθρώπους.
Όταν έγινε είκοσι τριών ετών έχασε διαδοχικά και τους δύο γονείς του και τότε παραχώρησε όλο το μερίδιο του στην πατρική περιουσία στο νεότερο αδελφό του, που ήταν άτομο με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες, κρατώντας για τον εαυτό του ελάχιστα, όσα θα του επέτρεπαν να ταξιδέψει μακριά και ξεκίνησε για τα ταξίδια του, που κράτησαν σχεδόν για όλη τη ζωή του.
Από τα Τύανα πήγε στην Άσπενδο και από εκεί στην Έφεσο, από όπου διά θαλάσσης κατέληξε στη μεγάλη Αντιόχεια. Έμεινε στην πρωτεύουσα της Συρίας αρκετό χρόνο, όσος του χρειάστηκε για να απογοητευθεί από τη χυδαιότητα και τον εκφυλισμό των κατοίκων της. Όταν πήγε να επισκεφθεί το ιερό του Απόλλωνα στη Δάφνη, προάστειο της Αντιόχειας, είπε δείχνοντας τα κυπαρίσσια του ιερού άλσους
— ΑΠΟΛΛΟΝ ΜΕΤΑΒΑΛΕ ΤΟΥΣ ΑΦΩΝΟΥΣ ΕΣ ΔΕΝΔΡΑ, ΙΝΑ ΚΑΝ ΩΣ ΚΥΠΑΡΙΤΤΟΙ ΗΧΩΣΙΝ5
Από την Αντιόχεια, με δύο μόνο συνοδούς, ξεκίνησε για το πρώτο μεγάλο ταξίδι του. Στη Νίνο της Ασσυρίας γνώρισε τον Δάμη τον Νίνιο, ο οποίος θέλησε να τον ακολουθήσει ως διερμηνέας, γιατί μιλούσε τις γλώσσες των λαών της περιοχής. Ο Απολλώνιος τον δέχτηκε, μολονότι τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχε ανάγκη διερμηνέα. Κατανοούσε όλες τις γλώσσες. Από τότε ο Δάμης έγινε ο πιστότερος μαθητής του και αργότερα βιογράφος του.
Στη γέφυρα του Τίγρη, που ήταν και το σύνορο του ρωμαϊκού και του παρθικού κράτους, ο τελώνης τον ρώτησε τι και ποιούς έχει μαζί του. Ο Απολλώνιος του είπε πως τον συνοδεύουν η Σωφροσύνη, η Δικαιοσύνη, η Αρετή, η Εγκράτεια, η Ανδρεία και η Άσκηση. Ο τελώνης ακούγοντας τόσα γυναικεία ονόματα, του είπε πως για όλες αυτές τις δούλες θα πρέπει να πληρώσει δασμούς, εκείνος όμως παρατήρησε χαμογελώντας
— ΟΥ ΓΑΡ ΔΟΥΛΑΣ ΑΠΑΓΩ ΤΑΥΤΑΣ, Ω ’ΓΑΘΕ, ΑΛΛΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ6
Στην πρωτεύουσα των Πάρθων Κτησιφώντα ανακρίθηκε από τον αρχηγό της αστυνομίας, που ήταν ευνούχος του βασιλιά, ο οποίος παρά την κακή υποδοχή που του έκανε αρχικά, δέχτηκε τελικά να τον παρουσιάσει στο μονάρχη. Ο βασιλιάς Βαρδάνης7 εντυπωσιάστηκε από την προσωπικότητα του Απολλωνίου, που η φήμη του είχε φτάσει στα αυτιά του και είχε μαζί του πολλές συζητήσεις. Όσες φορές όμως τον καλούσε σε γεύμα ο Απολλώνιος, πιστός στις πυθαγόρειες αρχές του δε δεχόταν να φάει ζωικές τροφές. Ομοίως αρνήθηκε να παραστεί στη θυσία που θα έκανε ο βασιλιάς προς τιμήν του, αφού σ΄αυτήν θα θανατωνόταν ένα άλογο και περιορίστηκε να προσφέρει στον Ήλιο θυμίαμα. Όλες αυτές τις αρνήσεις τις στήριζε σε τέτοια επιχειρήματα και τις πρόβαλε με τέτοιον τρόπο, ώστε ο βασιλιάς ποτέ δεν ένοιωσε προσβεβλημένος. Τελικά, αφού τον φιλοξένησε λαμπρά, θέλησε, όταν ήρθε η ώρα να χωρίσουν, να τον εφοδιάσει πλουσιοπάροχα για να συνεχίσει το ταξίδι του. Εκείνος όμως του ζήτησε λίγους ξηρούς καρπούς και μόνο με την επιμονή του μονάρχη δέχτηκε να πάρει δύο καμήλες και έναν οδηγό.
Ο Απολλώνιος μετά από περιπετειώδες ταξίδι πολλών μηνών, κατά το οποίο εξημέρωσε μια λέαινα με τους σκύμνους της και έκανε πολλά άλλα θαυμαστά πράγματα, έφτασε στα Τάξιλα, όπου η ανάμνηση του Αλέξανδρου του Μακεδόνα ήταν ακόμα ζωντανή κι ας είχαν περάσει πάνω από τετρακόσια χρόνια8. Από τα Τάξιλα διέτρεξε τη βόρεια Ινδική ως τον ποταμό Γάγγη και επί τέσσερες μήνες έζησε μαζύ με τους Βραχμάνες και τους Γυμνούς9, τους ασκητές δηλαδή του τόπου, ανταλλάσσοντας μαζί τους απόψεις και εμπειρίες σχετικά με την αυτογνωσία και ηθική τελείωση του ανθρώπου. Κατέληξε στα Πάταλα10 και από εκεί δια θαλάσσης γύρισε στη Βαβυλώνα και πεζή στην Αντιόχεια.
Το δεύτερο ταξίδι του το έκανε στις πόλεις της Μικρασίας και της Ελλάδας. Έμεινε πολύν καιρό στην Έφεσο, όπου όλοι εντυπωσιάστηκαν από την εγκράτεια, τη συνεχή άσκηση στην οποία υποβαλλόταν καθημερινά και την καθαρότητα της σκέψης του. Ο Απολλώνιος βλέποντας ότι στην πόλη επικρατούσε o ευδαιμονισμός, η νωθρότητα, ο καταναλωτισμός, η θορυβώδης διασκέδαση, η υπεροψία και ο εγωισμός, δίδασκε στους νέους την αγάπη στη μελέτη και την άσκηση και πρόβαλλε τα πλεονεκτήματα της κοινοκτημοσύνης και της αλληλοβοήθειας11. Πρόβλεψε την εκδήλωση μιας επιδημίας στην πόλη αλλά επειδή οι Εφέσιοι δε θέλησαν να τον ακούσουν, έφυγε και πήγε στη Σμύρνη, οι κάτοικοι της οποίας ζητούσαν επίμονα να τον γνωρίσουν.
Στη Σμύρνη έμεινε πολύν καιρό διδάσκοντας και συζητώντας. Διαπιστώνοντας ότι μερικοί νέοι υιοθετούσαν ρωμαϊκά ονόματα και ήθη, τους επέπληξε ότι έτσι γίνονται βάρβαροι. Η Σμύρνη του άρεσε περισσότερο από την Εφεσο, γιατί οι κάτοικοί της είχαν μεγαλύτερην έφεση στη μόρφωση και στη συζήτηση παρά στη διασκέδαση. Εκεί διατύπωσε την άποψη ότι για να υπάρξει αρμονία στην κοινωνική ζωή μιας πόλης χρειάζεται ταραχοποιός ομόνοια12, εννοώντας με τον όρον αυτόν την άμιλλα των προσωπικών φιλοδοξιών και τον ανταγωνισμό των ιδεών, όταν αυτές τείνουν προς το κοινό συμφέρον.
Ενώ βρισκόταν ακόμα στη Σμύρνη έμαθε ότι στην Εφεσο είχε εκδηλωθεί η επιδημία που είχε προβλέψει. Πήγε αμέσως εκεί και έκανε διάφορες τελετουργίες κάθαρσης της πόλης από το λοιμό, οι οποίες έκλεισαν με το λιθοβολισμό ένός σκύλου, που θεωρήθηκε φορέας της νόσου και την εκδίωξη ενός κυνικού φιλοσόφου που αντιτάχθηκε σ΄αυτή την πράξη13. Μετά την Εφεσο επισκέφθηκε την Πέργαμο και την Τρωάδα και από εκεί με πλοίο πήγε στη Λέσβο και στην απέναντί της Αιολίδα, όπου αναζήτησε και βρήκε τον ξεχασμένο τάφο και το καταχωσμένο άγαλμα του Παλαμήδη, το οποίο αναστήλωσε τιμώντας έτσι τον σοφόν ήρωα, που συμπλήρωσε το ελληνικό αλφάβητο14. Στη Λέσβο εξ άλλου προσκύνησε το άδυτο του Ορφέα15. Από τη Λέσβο με πλοίο, στο οποίο επιβιβάστηκαν πολλοι, που θέλαν να συνταξιδεύσουν για να απολαύσουν τη συζήτηση μαζί του, πήγε μέσω Ευβοίας στον Πειραιά.
Οι Αθηναίοι δέχτηκαν τον Απολλώνιο σαν να ήταν δεύτερος Επιμενίδης16 και δέκα νέοι, που ετοιμάζονταν να πάνε στην Τρωάδα για να τον συναντήσουν, τον σήκωσαν στα χέρια τους και τον ανέβασαν στην Ακρόπολη. Ο σοφός έμεινε πολύν καιρό στην πόλη της Παλλάδος διδάσκοντας τα ορθά, σχετικώς με την προσφορά θυσιών στους θεούς, καταγγέλοντας την δεισιδαιμονία που διέκρινε τον πληθυσμό καθώς και την γενική τάση προς την τρυφή και τον ευδαιμονισμό. Μεταξύ άλλων, με τη δύναμη των λόγων και την επιβολή του θεράπευσε έναν νέο, που συμπεριφερόταν με αναίδεια και προκλητικότητα σα να ήταν δαιμονισμένος17. Στις ομιλίες και τις συζητήσεις που είχε με επιφανείς Αθηναίους τους κατηγόρησε ότι είχαν αφήσει να εισχωρήσουν στις τελετές των Ανθεστηρίων και των Διονυσίων καινοφανείς βαρβαρικές συνήθειες και συνέβαλε στην αποκατάσταση των παλαιών μορφών στις τελετές αυτές. Ακόμα, με μόνη τη δύναμη της παρουσίας του, προκάλεσε τη διακοπή, για όσον καιρό βρισκόταν στην Αθήνα, των επονείδιστων αγώνων μονομάχων, που είχαν πρόσφατα εισαγάγει οι Ρωμαίοι.
Από την Αθήνα επισκέφθηκε όλα τα σεπτά ιερά και μαντεία της αρχαίας λατρείας, περνώντας από το Αμφιαράειο, τη Θήβα, το Τροφώνειο, τον Ορχομενό, τους Δελφούς, τη Δωδώνη, την Κόρινθο, και καταλήγοντας στην Ολυμπία, όταν γίνονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της 202ης Ολυμπιάδας18. Στην Ολυμπία γνωρίστηκε με πολλούς Σπαρτιάτες που τον κάλεσαν να πάει στη Σπάρτη, όπου πράγματι πέρασε σχεδόν ολόκληρο χρόνο, προτρέποντας τους νέους να επανέλθουν στην αρχαία τους αγωγή. Από τη Σπάρτη επισκέφθηκε το Ταίναρο και από εκεί ταξίδεψε στην Κρήτη, επισκέφθηκε την Κνωσσό και τη Γόρτυνα και ανέβηκε ως το Ιδαίον Άντρο, όπου είχε ανατραφεί, βρέφος, ο Δίας.
Κατόπιν ταξίδεψε στην Ιταλία και κατέληξε στη Ρώμη, την εποχή που με διαταγή του Νέρωνα είχε απαγορευθεί η παραμονή και διδασκαλία κάθε φιλοσόφου. Όλοι οι φιλόσοφοι είχαν απελαθεί από την πόλη και μερικοί, όπως ο Μουσώνιος19 είχαν φυλακιστεί. Ο Απολλώνιος ατρόμητος, αγνόησε τις προειδοποιήσεις ενός άλλου φιλόσοφου, του Φιλολάου, που τον προϋπάντησε έξω από την πόλη. Όταν ο Φιλόλαος του μίλησε για τις καλλιτεχνικές και αθλητικές επιδόσεις του Νέρωνα, που θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο καλλιτέχνη και αθλητή (χωρίς να είναι), ο Απολλώνιος γέλασε και του είπε
— ΕΙΤΑ Ω ΒΕΛΤΙΣΤΕ. ΜΕΙΖΟΝ ΤΙ ΗΓΗι ΘΕΑΜΑ ΑΝΔΡΑΣΙ ΠΕΠΑΙΔΕΥΜΕΝΟΙΣ Η ΒΑΣΙΛΕΑ ΙΔΕΙΝ ΑΣΧΗΜΟΝΟΥΝΤΑ;20
και μπήκε στη Ρώμη, αλλά με οκτώ μόνο από τους τριάντα τέσσερις φίλους που τον συνόδευαν. Οι άλλοι φοβήθηκαν να τον ακολουθήσουν. Ο σοφός με τους συνοδούς του έμειναν σε ένα πανδοχείο κοντά στις πύλες, όπου και δείπνησαν. Την άλλη μέρα τον κάλεσε ο ένας από τους δύο υπάτους ο Τελεσίνος και τον ανέκρινε. Εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα και τα λόγια του τον άφησε ελεύθερο να κυκλοφορεί όπου επιθυμούσε. Η εμφάνισή του σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο προκαλούσε κοσμοσυρροή. Αυτό ανησύχησε τον Τιγγελίνο, αρχηγό της πραιτωριανής φρουράς. Οι καιροί ήταν πονηροί. Εξυφαινόταν η συνομωσία του Πείσωνα21 και ο πανίσχυρος φρούραρχος έβαλε ολόκληρο στρατό από πράκτορες του να παρακολουθούν τον θείο άνδρα. Τελικά τον συνέλαβε, τον ανέκρινε και τον παρουσίασε στο απόρρητο δικαστήριο για να δικαστεί ως συνωμότης κατά του Νέρωνα. Τόσο κατά την ανάκριση όσο και κατά τη δίκη η σθεναρή στάση του Απολλώνιου και η παρρησία με την οποία απολογήθηκε, εντυπωσίασαν τον Τιγγελίνο, που τον απέλυσε λέγοντας του
— ΧΩΡΕΙ ΟΙ ΒΟΥΛΕΙ, ΣΥ ΓΑΡ ΚΡΕΙΤΩΝ Η ΥΠ’ ΕΜΟΥ ΑΡΧΕΣΘΑΙ22
Έμενε ακόμα στη Ρώμη σαν έμαθε πως μια νέα κόρη πέθανε ξαφνικά, την ώρα που ετοιμαζόταν για την τελετή του γάμου της. Όταν η κηδεία με το φέρετρο και τον απαρηγόρητο γαμπρό πέρασε από μπροστά του, ο Απολλώνιος τους είπε να αποθέσουν τη νεκρή, ρώτησε για το όνομά της και σκύβοντας πάνω της, αφού της άγγιξε το πρόσωπο και τα χέρια της, της μίλησε χαμηλόφωνα. Σε λίγο η νεαρή κόρη ανασηκώθηκε βγάζοντας μια κραυγή. Οι δικοί της θέλησαν να τον ανταμείψουν με ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, εκείνος όμως τους είπε να κρατήσουν τα χρήματα για την προίκα της κόρης.
Ένα χρόνο πριν από τη δολοφονία του Νέρωνα ο Απολλώνιος έφυγε από τη Ρώμη για το τρίτο ταξίδι του, προς τη δύση αυτή τη φορά. Επί δύο χρόνια επισκέφθηκε τη Γαλατία και την Ιβηρία και έφτασε ως τις Στήλες του Ηρακλή. Στα Γάδειρα, πόλη που διατηρούσε ελληνικές συνήθειες και είχε δεσμούς με την Αθήνα23, μελέτησε τα ωκεάνεια ρεύματα και το φαινόμενο της παλίρροιας, που στα μέρη εκείνα ήταν πολύ πιο ισχυρή από ό,τι στη Μεσόγειο θάλασσα.
Από τα Γάδειρα επιστρέφει μέσω Σικελίας στον Πειραιά και μυείται στα Ελευσίνια Μυστήρια. Κατόπιν περιοδεύει στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τη Χίο, τη Σάμο και τη Ρόδο. Όταν βρισκόταν στη Ρόδο συνάντησε έναν νεαρό πολύ πλούσιο, ο οποίος έχτιζε πολυτελέστατο μέγαρο. Ο Απολλώνιος τον ρώτησε πόσα χρήματα είχε δαπανήσει για να αγοράσει βιβλία κι εκείνος του απάντησε ούτε δραχμή, ενώ καυχήθηκε ότι για το κτίριο ξόδεψε περισσότερα από δώδεκα τάλαντα. Ο σοφός τότε του απάντησε ότι ματαιοπονεί επιδιώκοντας να αποκτήσει κάτι μεγάλο μεν αλλά ΚΕΡΑΜΕΟΥΝ ΚΑΙ ΦΑΥΛΟΝ και πως πολύ μεγαλύτερη αξία έχει ένα πολύ μικρό αλλά χρυσοελεφάντινο άγαλμα από έναν κολοσσό από ευτελή υλικά και κατέληξε
— ΟΥ ΣΥ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑΝ ΑΛΛΑ ΣΕ Η ΟΙΚΙΑ ΚΕΚΤΗΣΘΑΙ24
Στη Ρόδο επίσης του παρουσίασαν έναν άλλο νεαρό, πρωταθλητή της πολυφαγίας. Ο Απολλώνιος αναρωτήθηκε για ποιό λόγο δίναν προσοχή σε ένα τέτοιο πρόσωπο. Ο νεαρός καυχήθηκε ότι και ο Ηρακλής που τόσο δοξάστηκε, έτρωγε πολύ
— ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ΟΝΤΟΣ. ΣΟΥ ΔΕ ΤΙΣ Ω ΚΑΘΑΡΜΑ ΑΡΕΤΗ; ΤΟ ΓΑΡ ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΟΝ ΕΝ ΜΟΝΟΝ ΛΕΙΠΕΤΑΙ ΣΟΙ, ΤΩι ΡΑΓΗΝΑΙ 25
παρατήρησε ο σοφός.
Από τη Ρόδο επιχειρεί το πέμπτο ταξίδι του, τώρα στην Αίγυπτο. Ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου έμεινε αρκετόν καιρό. Κάποτε πέρασε από την πρωτεύουσα της Αιγύπτου ο Βεσπασιανός, καθ’ οδόν προς τη Ρώμη, για την τελική μάχη με τον Βιτέλιο, με την οποία θα γινόταν Καίσαρας. Έχοντας ακούσει πολλά γι αυτόν, ο μέλλων Καίσαρας τον ετίμησε ιδιαιτέρως. Ο Απολλώνιος, που εκτιμούσε την εντιμότητα, την ενεργητικότητα και την εργατικότητα του Βεσπασιανού, του έδωσε πολύτιμες συμβουλές σχετικά με την άσκηση της εξουσίας, αναφορικά δε με τη διακυβέρνηση των ελληνικών περιοχών, συμβούλεψε τον υποψήφιο Καίσαρα να φροντίζει να διορίζονται στις ελληνικές επαρχίες ως διοικητές, άνδρες που μιλούσαν καλά την ελληνική γλώσσα και γνώριζαν και τιμούσαν τα ελληνικά ήθη και έθιμα.
Αργότερα εν τούτοις ο σοφός, μαθαίνοντας ότι ο Βεσπασιανός μεταξύ των πρώτων μέτρων που πήρε ήταν να καταργήσει την αυτονομία που έδωσε ο Νέρων στους Έλληνες και να τους κάνει και πάλι φόρου υποτελείς, οργίστηκε σφόδρα και αρνήθηκε κάθε σχέση και επαφή μαζί του, απορρίπτοντας τις αλλεπάλληλες προσκλήσεις του Βεσπασιανού να πάει κοντά του στη Ρώμη. Στις πικρότατες επιστολές που απηύθυνε στον Καίσαρα τον επιτιμούσε γιατί
— ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ, ΟΥΣ Ο ΝΕΡΩΝ ΠΑΙΖΩΝ ΗΛΕΥΘΕΡΩΣΕ, ΟΥΤΟΣ ΣΠΟΥΔΑΖΩΝ ΕΔΟΥΛΩΣΑΤΟ 26
Όταν ο Βεσπασιανός έφυγε από την Αλεξάνδρεια ο Απολλώνιος ανέπλευσε το Νείλο, μέχρι τα σύνορα με τη Μερόη. Επισκέφθηκε τα πανάρχαια ιερά της Άνω Αιγύπτου και είχε πολλές συζητήσεις με τους ιερείς τους και τους Γυμνοσοφιστές που ασκήτευαν στα μέρη εκείνα, αναφορικά με τις ομοιότητες και διαφορές της ινδικής, της αιγυπτιακής και της ελληνικής σοφίας.
Μετά την Αίγυπτο περιόδευσε στην Φοινίκη, τη Συρία και την Κιλικία, στην Ταρσό της οποίας συναντήθηκε με τον πορθητή των Ιεροσολύμων Τίτο, με τον οποίον είχε μακρές συζητήσεις, από τις οποίες αναπτύχθηκε μεγάλη φιλία μεταξύ των δύο ανδρών.
Γέρος πια, έχοντας περάσει τα εβδομήντα27, αποσύρθηκε στην Έφεσο, όπου έμεινε πάνω από πέντε χρόνια, διδάσκοντας τους νέους αλλά διατηρώντας παραλλήλως αμείωτο το ενδιαφέρον του για την πολιτική ζωή. Συναναστρεφόταν με τον Νέρβα και άλλους Ρωμαίους ευπατρίδες, που ο Καίσαρας Δομιτιανός είχε εξορίσει στην Ιωνία. Τη γνώμη του για τα ανόσια, κατά την άποψή του, έργα του ηγεμόνα τη διατύπωνε με παρρησία και θάρρος. Τελικά ο Δομιτιανός πληροφορήθηκε τα λεγόμενα του Απολλωνίου, τις επαφές του με τον Νέρβα και άλλους αντιπάλους του και τον κάλεσε στη Ρώμη.
Ατρόμητος ο Απολλώνιος, παρά τις περί του αντιθέτου προτροπές των φίλων του, και παρά την ηλικία του (πλησίαζε τα ογδόντα) ταξίδεψε στο σπήλαιον του λέοντος28. Μόλις εφθασε στη Ρώμη συνελήφθη. Ο αρχηγός της πραιτωριανής φρουράς Αιλιανός ήταν κρυφός θαυμαστής του, από τότε που νεαρός ακόμα τον πρωτοσυνάντησε στην Αλεξάνδρεια. Προσπάθησε να τον βοηθήσει με κάθε τρόπο, μ’ όλο που, για να μην κινήσει υποψίες, προσποιήθηκε τον αυστηρό. Όσον καιρό έμεινε κρατούμενος έδινε θάρρος με τη στάση και τα λόγια τους στους άλλους φυλακισμένους και στον πιστό του Δάμη, που τον ακολούθησε ως εκεί. Ο Δομιτιανός πριν από την κανονική δίκη διέταξε να τον φέρουν μπροστά του και είχε μαζί του μακρά συζήτηση, που απέληξε σε πλήρη διαφωνία και ρήξη των δύο ανδρών. Εν τούτοις όταν, μετά από προφυλάκιση αρκετών μηνών, δικάστηκε παρουσία του Καίσαρα, απαλλάχτηκε από κάθε κατηγορία και αφέθηκε ελεύθερος29.
Ο Απολλώνιος από το λιμάνι των Ποτιόλων και μέσω Συρακουσών γύρισε στην Πελοπόννησο. Τον ίδιο χρόνο παρευρέθηκε στους ολυμπιακούς αγώνες της 216ης Ολυμπιάδας30, όπου κυριολεκτικά αποθεώθηκε από τους Έλληνες, οι οποίοι τον θεωρούσαν χαμένο. Δυό ολόκληρα χρόνια έμεινε στην Αχαϊα τιμώμενος από όλους και τελικά επέστρεψε στην Ιωνία, όπου έμενε κυρίως στη Σμύρνη και την Έφεσο. Στην πόλη αυτή είδε μια συγκλονιστική ενόραση. Βαδίζοντας στο άλσος που περιβάλλει το γυμναστήριο της Εφέσου, με τη συνοδεία μαθητών και θαυμαστών του, το βλέμμα του βυθίστηκε στο δυτικόν ορίζοντα και η όψη του έδειχνε μεγάλη ταραχή
— ΠΑΙΕ ΤΟΝ ΤΥΡΑΝΝΟΝ, ΠΑΙΕ 31
άρχισε να φωνάζει σα νά ΄βλεπε κάποια σκηνή αόρατη στους άλλους.
— Ω ΑΝΔΡΕΣ, Ο ΓΑΡ ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΑΠΕΣΦΑΚΤΑΙ ΤΗΜΕΡΟΝ. ΤΙ ΛΕΓΩ ΤΗΜΕΡΟΝ, ΑΡΤΙ ΝΗ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑΝ, ΑΡΤΙ!32
είπε στους κατάπληκτους συνοδούς του.
Πράγματι σε τριάντα μέρες έφθασαν οι ειδήσεις από τη Ρώμη. Την ίδια μέρα και ώρα, που ο Απολλώνιος είδε αυτό το όραμα, δολοφονήθηκε στη Ρώμη ο Καίσαρας Δομιτιανός.
Κατά την περίοδο αυτή της ζωής του φαίνεται πως έγραψε τα πέντε βιβλία που του αποδίδονται: Τελεταί, Βίος Πυθαγόρου, Περί μαντείων και άστρων, Περί χρησμών και μαντείων, Διαθήκαι, που δεν έχουν διασωθεί, ενώ έφτασαν ως εμάς αρκετές επιστολές, από το πλήθος που είχε γράψει, παλαιότερα, σε φίλους και γνωστούς.
Κανείς δεν έμαθε πώς και πού πέθανε ο Απολλώνιος. Ο Δάμις, ο πρώτος βιογράφος του, δε γράφει τίποτα για το θάνατο του δασκάλου του. Τάφος του δεν βρέθηκε πουθενά. Άλλοι είπανε πως έγινε άφαντος στη Λίνδο και άλλοι πως ανελήφθη στον ουρανό από το ιερό της Δικτύννης στην Κρήτη. Όμως αργότερα εμφανίστηκε σε κάποιον νέο στα Τύανα. Το γεγονός είναι ότι πολλοί τον λάτρεψαν σαν θεό. Ο Καίσαρας Σεπτίμιος Σεβήρος είχε ιδιαίτερο προσωπικό του ιερό, όπου είχε τοποθετήσει τις εικόνες του Ορφέα, του Μωυσή, του Ιησού και του Απολλώνιου. Επί διακόσια και πλέον χρόνια μετά το θάνατό του οι άνθρωποι του απέδιδαν τιμές θεού. Έφθασε να τον τιμούν και να τον λατρεύουν ακόμα και χριστιανοί.
Η ειρηνική συνύπαρξη Απολλωνίου και Ιησού δεν κράτησε πολύ. Οι πρώτοι πατέρες της επισκοπικής εκκλησίας, που έγραψαν επί Διοκλητιανού, τον απέρριψαν. Ανάλογη όμως ήταν και η στάση των Εθνικών φιλοσόφων απέναντι στον Ιησού. Οπως έγραφε ο Ιεροκλής
— Εμείς, τον Απολλώνιο, μολονότι από νεαρά ηλικία έπραξε πολλά και θαυμαστά έργα δεν τον θεωρούμε θεό αλλά άνθρωπο, που είχε τη χάρη των θεών, ενώ εκείνοι (οι Χριστιανοί) τον Ιησού με τα λίγα θαύματα που έκανε τον θεωρούν θεό.
ενώ ο Ευνάπιος τον θεωρεί όχι φιλόσοφο αλλά κάτι το ενδιάμεσο ανθρώπου και θεού.
Από την αναγόρευση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους εγκαινιάζεται συστηματική προσπάθεια να αμαυρωθεί η εικόνα του Απολλωνίου και αρχίζει ο απηνής διωγμός των πιστών του.
Ο Θείος Άνδρας πέρασε σαν ένα φωτεινό μετέωρο από τον δύοντα ουρανό της Αρχαιότητας, κινούμενος σε πολύ ανοιχτούς ορίζοντες, φτάνοντας από τα βάθη της Ινδικής ως τις εσχατιές της Δύσης και από τη Γαλατία ως τους καταρράκτες του Νείλου, διδάσκοντας τη γαλήνη και την παραμυθία μέσα από την άσκηση, την περισυλλογή, την αυτογνωσία, την εγκράτεια, την αρετή και τη σωφροσύνη. Ταυτόχρονα ο Απολλώνιος καταπολεμούσε την δουλική μίμηση ξένων ηθών και εθίμων, την τρυφή, τη βαρβαρότητα, τον ευδαιμονισμό και τον καταναλωτισμό, που είχαν κυριεύσει πολλούς ανθρώπους της εποχής του. Ήταν πατριώτης, σε μιαν εποχή που η πατρίδα του είχε ενσωματωθεί σε ένα απέραντο οικουμενικό κράτος και υπερασπιστής της μόρφωσης και της παράδοσης σε καιρούς γενικού εκπεσμού κάθε παρόμοιας αξίας. Ήταν απολύτως έντιμος, αρνούμενος να πάρει οποιαδήποτε αμοιβή, τόσο για τη διδασκαλία όσο και για τις άλλες προσφορές του, σε μια εποχή όπου μάγοι και αστρολόγοι θησαύριζαν και τέλος ήταν συνεπής με τις φιλοσοφικές αρχές του, όταν ο σύγχρονός του Σενέκας, που δίδασκε την εγκράτεια, την ολιγάρκεια και την αφιλοκέρδεια, ήταν ουσιαστικά ένας υποκριτής, που ζούσε στη χλιδή, δάνειζε με υπερβολικό τόκο και ήταν άφθαστος στις αυλικές δολοπλοκίες.
Αλλά η διδασκαλία του Απολλώνιου του Τυανέα, μολονότι βρισκόταν κοντά στο πνεύμα της εποχής του, δεν μπόρεσε να παρατείνει τη ζωή της αρχαίας θρησκείας, που δεν ανταποκρινόταν πια στις ανάγκες των ανθρώπων. Ο μεσογειακός κόσμος ήταν έτοιμος για τον θρίαμβο του Χριστιανισμού και για τον επερχόμενο Μεσαίωνα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Αντρέ Μπονάρ Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός τομ. Γ’ σ. 388
- Ο Απολλώνιος γεννήθηκε το 16 ή το 18 της χρονολογίας μας, ήταν δηλαδή περίπου συνομήλικος του Παύλου (που γεννήθηκε το 15) και εικοσιδύο χρόνια νεότερος του Ιησού του Ναζωραίου (που γεννήθηκε το 6 πριν από τη χρονολογία μας).
- Το έτος 17 της χρονολογίας μας
- Τα Τύανα, πόλη της Καππαδοκίας ήταν λατρευτικό κέντρο της Κυβέλης από τα πανάρχαια χρόνια. Στις χετταϊκές επιγραφές η πόλη αναφέρεται ως Tuwanawa (ΤύFανα) και η θεά ως Kubaba (Κυβήβη = Κυβέλη)
- Απόλλωνα, μεταμόρφωσε αυτους τους άξεστους σε δέντρα, τουλάχιστον να θροϊζουν σαν κυπαρίσσια. (Όλες τις πληροφορίες για τον Απολλώνιο τις πήρα από το έργο του Φιλοστράτου Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον)
- Δε με συνοδεύουν σαν δούλες, άνθρωπέ μου, αλλά σαν δέσποινές μου
- Υπήρχαν δύο βασιλείς των Πάρθων με το όνομα αυτό. Ο πρώτος, τον οποίον γνώρισε ο Απολλώνιος, βασίλεψε από το 43 ως το 47. Αυτό επιβεβαιώνει ότι ο Απολλώνιος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 16 και 18.
- Ο Αλέξανδρος συνδέθηκε με αληθινή φιλία με τον βραχμάνο ασκητή Καλιάνα, που έγινε γνωστός με το εξελληνισμένο του όνομα Καλανός. Η ελληνική επίδραση στις Ινδίες φαίνεται πως ήταν αρχαιότερη από την εισβολή του Αλέξανδρου στη χώρα, γιατί όταν εκείνος έφτασε εκεί σε συζητήσεις που είχε με τους βραχμάνες, διαπίστωσε πως ήταν ενήμεροι για τα κύρια φιλοσοφικά ρεύματα στην Ελλάδα.
- Ινδουιστές ασκητές, που εξακολουθούν να υφίστανται ως τις ημέρες μας. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς τους ονομάζουν γυμνοσοφιστές.
- Κοντά στο σημερινό Καράτσι
- Φιλοστρ. Δ’ 141 και 142
- ΑΡΜΟΝΙΑΣ ΣΤΑΣΙΑΖΟΥΣΗΣ ΔΕΙΣΘΑΙ. Η ρήση αυτή του Απολλώνιου θυμίζει την ηρακλείτεια ΚΑΤ’ ΕΡΙΝ ΓΙΓΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ.
- Ο Φιλόστρατος τα περιγράφει αλλιώς. Ότι ο Απολλώνιος προκάλεσε τον λιθοβολισμό του κυνικού φιλοσόφου, θεωρώντας τον φορέα της επιδημίας και ότι όταν αφαίρεσαν τον σωρό των λίθων βρήκαν στη θέση του φιλοσόφου ένα σκύλο. Οι σχολιαστές της έκδοσης του Κάκτου, πολύ εύστοχα θεωρούν ότι μόνο ο σκύλος λιθοβολήθηκε ενώ ο κυνικός απελάθηκε.
- Κατά την παράδοση ο Παλαμήδης πρόσθεσε στο ελληνικό αλφάβητο τα γράμματα Ξ,Ψ, Ω
- Το άδυτο βρισκόταν στη βόρεια ακτή της Λέσβου, όπου κατά τν παράδοση θάφτηκε το κεφάλι του Ορφέα, πουεξέβρασαν τα κύματα. Η λατρεία του Ορφέα ξεκίνησε αρχικά από τη Θράκη, από όπου κατάγεται ο ίδιος. Κατά την παράδοση ήταν γιος του Απόλλωνα, γεννήθηκε σε σπήλαιο, υπήρξε μαθητής του Μουσαίου και πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς τον δέχονται ως ιστορικό πρόσωπο, μολονότι ο Ηρόδοτος αμφισβητεί την ιστορικότητά του και ο Αριστοτέλης την αρνείται.
- Ο Επιμενίδης ήταν Κρητικός ιεροφάντης, που αποκάθαρε την Αθήνα από το Κυλώνειον άγος. Κατά την παράδοση όταν ήταν νεαρός τον έστειλε ο πατέρας του να βρεί κάτι χαμένα πρόβατά τους κι αυτός μπαίνοντας σε ένα σπήλαιο κοιμήθηκε επί δεκα χρόνια.
- Συγκρίνοντας το περιστατικό αυτό με ανάλογες περιπτώσεις θεραπείας δαιμονισμένων από τον Ιησού τον Ναζωραίο, παρατηρούμε ότι εκείνος πετύχαινε τη θεραπεία εξορκίζοντας τους πάσχοντες εν ονόματι του Αγίου Πνεύματος, ενώ ο Απολλώνιος με την ήρεμη συζήτηση και τη δύναμη της υποβολής του, χωρίς να επικαλεσθεί υπερφυσικές δυνάμεις.
- Το έτος 54 της χρονολογίας μας
- Ο Μουσώνιος Ρούφος, στωικός φιλόσοφος, που έζησε το δεύτερο μισό του 1ου αιώνα, ονομάστηκε από πολλούς «Ρωμαίος Σωκράτης». Δίδαξε στα ελληνικά αλλά δεν του αποδίδεται η συγγραφή κάποιου συγκεκριμένου έργου. Στο Ανθολόγιο του Στοβαίου διασώθηκε τμήμα της φιλοσοφίας του Μουσώνιου. Αξιοσημείωτη είναι η στάση του Μουσώνιου απέναντι στο γάμο, τις σαρκικές σχέσεις και στης γυναίκες, τελείως διαφορετική και πολύ πιο ανθρώπινη και και ορθολογιστική από τη σταση του Παύλου. Ο Μουσώνιος, μολονότι βλέπει τη σφαίρα δραστηριότητας των γυναικών διαφορετική από εκείνη των ανδρών, δεν δέχεται ότι η γυναίκα είναι κατά οιονδήποτε τρόπο κατώτερη από τον άνδρα ή ότι πρέπει να δυναστεύεται από αυτόν ή να υποτάσσεται σ’ αυτόν [GΕΜSC σ. 153]. Κατά τον Μουσώνιο στο γάμο «πρέπει να υπάρχει τέλεια συντροφικότητα και αμοιβαία αγάπη μεταξύ των συζύγων», στην αρρώστεια και στην υγεία. ‘Όλοι οι άνθρωποι θεωρούν την αγάπη των δύο συζύγων ως την ανώτερη μορφή αγάπης». Οι έγγαμοι άνδρες που μοιχεύονται, κάνουν το ίδιο κακό με τις έγγαμες γυναίκες και είναι απαράδεκτο να έχουν σαρκικες σχέσεις με τις νεαρές δούλες τους. Ο γάμος είναι θαυμάσιο πράγμα. Ακόμα κι ένας φιλόσοφος πρέπει να τον δέχεται ευχαρίστως. Τα κορίτσια πρέπει να εκπαιδεύονται στον ίδιο βαθμό με τα αγόρια και να είναι ικανά να διδαχτούν ως και τη φιλοσοφία.
- Φίλε μου, νομίζεις ότι για μορφωμένους ανθρώπους υπάρχει πιο ευχάριστο θέαμα από ένα βασιλιά που ασχημονεί;
- Σουητώνιος Βίοι 12 Καισάρων – Νέρων 27.
- Πήγαινε όπου θέλεις. Είσαι πολύ ισχυρότερος για να εξουσιάζεσαι από μένα
- Οι επαφές της Ν. και ΝΑ Ισπανίας με την Ελλάδα χρονολογούνται από τη μινωική εποχή. Η Ταρτησσός φαίνεται πως υπήρξε αποικία μινωικών Κρητών. Στο ιβηρικό αλφάβητο διασώθηκαν σημεία της Γραμμικής Α. Η Ταρτησσός έως την καταστροφή της από τους Καρχηδόνιους διατηρούσε στενές επαφές με τις ελληνικές πόλεις. Σπουδαίες ελληνικές αποικίες ήταν η Ελίκη (Elche), η Ζακάνθη (Saguntum) η Ταρρακών (Tarragona), το Εμπορείον (Amburias) και η Ρόδη (Rosas). Μέχρι σήμερα επιζεί η ανάμνηση των σχέσεων με τους Ελληνες και υφίσταται δραστήριος Σύλλογος των απογόνων των Ελλήνων αποίκων, που οργανώνει κάθε χρόνο γιορτές στην πόλη Ελτσε (Ελίκη).
- Δεν έγινες ιδιοκτήτης αλλά ιδιοκτησία αυτού του σπιτιού.
- Ναι αλλά ήταν ο Ηρακλής. Εσένα, βρε κάθαρμα, ποιά είναι η αρετή σου; Εσύ το μόνο που θα κατωρθώσεις είναι να σκάσεις από το φαϊ
- Τους Έλληνες που ο Νέρων ελευθέρωσε παίζοντας εσύ τους υποδούλωσες σοβαρευόμενος
- Γύρω στο 87 της χρονολογίας μας
- Ο Απολλώνιος χρησιμοποιεί για τον Δομιτιανό τον ίδιο χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησε ο Παύλος για τον Νέρωνα.
- Φιλοστρ. Θ’ 326
- Το έτος 94
- Χτύπα τον τύραννο, χτύπα
- Αγαπητοί μου σήμερα έσφαξαν τον τύραννο. Τι λέω σήμερα, αυτή τη στιγμή. Μα την Αθηνά, αυτή τη στιγμή.
10.4.19
Μη μου τους κύκλους τάραττε

Τη μέρα που οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τις Συρακούσες, το 212 π.Χ μετά από πολιορκία δύο χρόνων, ο Αρχιμήδης ήταν απορροφημένος στην επίλυση ενός γεωμετρικού προβλήματος κάνοντας σχήματα στην άμμο (η γραφική ύλη ήταν δυσεύρετη τότε). Όταν τον πλησίασε ένας Ρωμαίος στρατιώτης που είχε εντολή να τον οδηγήσει στον στρατηγό Μάρκελλο, λέγεται πως Αρχιμήδης του είπε αυτή τη φράση —«μη μου τους κύκλους τάραττε»— του ζήτησε δηλαδή να μη χαλάσει τους κύκλους που είχε χαράξει στην άμμο. Οπότε ο Ρωμαίος τσαντίστηκε και τον σκότωσε παρόλο που οι διαταγές ήταν να μην τον πειράξουν.
![]() |
Ψηφιδωτό της σχολής του Ραφαήλ(δεν είναι Ρωμαϊκό) |
Το θέμα είναι ότι δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το είπε αυτό ο Αρχιμήδης
Και μάλλον δεν το είπε. Αυτό συμπεραίνεται από το γεγονός ότι οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρουν αυτό το περιστατικό. Ο ιστορικός Πολύβιος, που είναι η βασική πηγή για τα γεγονότα της πολιορκίας των Συρακουσών, μας δίνει μια διαφορετική εκδοχή για το θάνατό του Αρχιμήδη και το ίδιο συμβαίνει με μεταγενέστερους έγκυρους αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Πλούταρχος και ο Τίτος Λίβιος.Μόνο ο Valerius Maximus, που έγραψε 9 τόμους με ιστορικά ανέκδοτα στο πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ., μας μεταφέρει ότι ο Αρχιμήδης είπε μια παραπλήσια φράση: Noli, obsecro, istum disturbare, που σημαίνει «μην το χαλάσεις αυτό σε παρακαλώ πολύ». Η αφήγηση του Valerius Maximus είναι αυτή που εισάγει και τα στοιχεία της άμμου και των κύκλων στην ιστορία του θανάτου του Αρχιμήδη, παρόλο που τα στοιχεία αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται στην τελική ατάκα —κατά τον Valerius Maximus— προς τον Ρωμαίο στρατιώτη.
Σε ολόκληρη την αρχαία γραμματεία δεν υπάρχει κάτι άλλο πιο κοντινό στη φράση από την εκδοχή του Valerius Maximus, και αυτό γεννά βάσιμες αμφιβολίες για τη γνησιότητά της με τη μορφή με την οποία σώζεται σήμερα.
Το δεδομένο είναι λοιπόν ότι η φράση δεν ήταν γνωστή στην αρχαιότητα αλλά εμφανίστηκε μυστηριωδώς στα νεώτερα χρόνια. Αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: Πρόκειται για κατασκεύασμα. Το πότε και από ποιον παραμένει άγνωστο. Τελικά έχουμε να κάνουμε με μια αντιπροσωπευτικά απόκρυφη φράση με την έννοια ότι δεν υπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις για την αυθεντικότητά της, αλλά παρ’ όλα αυτά θεωρείται για κάποιον άγνωστο (και μυστικό;) λόγο σωστή.
Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι στο πέρασμα των αιώνων η εκδοχή του Valerius Maximus επιβίωσε και μεταλλάχθηκε σε μια λιγότερη πεζή έκφραση και έγινε “Noli turbare circulos meos” ενσωματώνοντας την πληροφορία ότι ο Αρχιμήδης έκανε κύκλους [στην άμμο] όταν τον βρήκε ο Ρωμαίος.
Αυτή η λατινική φράση, που άρχισε να κυκλοφορεί επί Διαφωτισμού, μεταφράστηκε στην Καθαρεύουσα σχετικά πρόσφατα, και σίγουρα όχι νωρίτερα από τον 19ο αιώνα, καθώς πιο πριν δεν υπάρχει σε κανένα κείμενο.
Άρα η φράση είναι απλά μια (ωραία) επινόηση, και τα τελευταία λόγια του Αρχιμήδη δεν ήταν ακριβώς το «Μη μου τους κύκλους τάραττε». Παρ’ όλ αυτά, η φράση έχει ταυτιστεί με τον Αρχιμήδη και συμπεριλαμβάνεται στο Γνωμικολογικόν αποδιδόμενη σε αυτόν, με την παρατήρηση ότι μάλλον πρόκειται για νεώτερη επινόηση.
4.4.19
H φράση του Καμπρόν

Η φρουρά πεθαίνει αλλά δεν παραδίνεται.
που αποδίδεται στον στρατηγό του Ναπολέοντα
Pierre Cambronne (1770-1842)
Η ιστορία της φράσης έχει ως εξής:
O Καμπρόν (Pierre Cambronne) στη μάχη του Βατερλώ (18 Ιουνίου 1815) ήταν επικεφαλής της Παλιάς Φρουράς (Vieille Garde) δηλαδή των επιλέκτων της αυτοκρατορικής φρουράς. Όταν προς το τέλος της μάχης ο Άγγλος στρατηγός Colville του ζήτησε να παραδοθεί, ο Καμπρόν υποτίθεται ότι είπε αυτήν την ηρωική φράση (στα Γαλλικά, La garde meurt et ne se rend pas !).
Πολύ γνωστή είναι μια άλλη εκδοχή της απάντησης που έδωσε ο Καμπρόν στην ίδια περίσταση: Merde ! (σκaτά), που έμεινε στην ιστορία ως η «λέξη του Καμπρόν».
Είπε πραγματικά αυτό ο Καμπρόν «Η φρουρά πεθαίνει αλλά δεν παραδίνεται» ;
Σίγουρα όχι. Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε ότι ο Καμπρόν στη μάχη του Βατερλώ τραυματίστηκε αλλά δεν πέθανε, και αιχμαλωτίστηκε. Παρ’ όλα αυτά θεωρήθηκε ήρωας από τους Γάλλους και το “Merde” έγινε viral (όπως θα λέγαμε σήμερα). Επιπλέον, κάποιος δημοσιογράφος ονόματι Rougement κάνοντας ρεπορτάζ για τα γεγονότα της μάχης και θέλοντας προφανώς να αποφύγει το δύσοσμο “Merde” και να ωραιοποιήσει τις τελευταίες στιγμές της Παλαιάς Φρουράς, ανέφερε πρώτος τη φράση για την φρουρά που πεθαίνει αλλά δεν παραδίδεται.Στην πραγματικότητα, οι επιζήσαντες της Φρουράς —μαζί και ο Καμπρόν—αιχμαλωτίστηκαν από τους Άγγλους κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και χωρίς να προηγηθεί κάτι συνταρακτικό, ενώ οι αυτόπτες μάρτυρες δεν επιβεβαιώνουν κάποιον ηρωικό διάλογο.
Ο ίδιος ο Καμπρόν πάντα αρνιόταν κατηγορηματικά τόσο τη φράση που του απέδωσε ο Rougement όσο και το “Merde”, αλλά οι φράσεις κατοχυρώθηκαν σ’ αυτόν και πέρασαν έτσι στην ιστορία, ενώ ενσωματώθηκαν σε πεζογραφήματα (όπως στους Αθλίους του Ουγκώ) , σε πίνακες ζωγραφικής και σε γλυπτά. Το 1848 έκαναν άγαλμα τον Καμπρόν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Ναντ. Στο βάθρο του αγάλματος είναι χαραγμένη η φράση η «φρουρά πεθαίνει αλλά δεν παραδίνεται.»
Σήμερα, θεωρείται βέβαιο ότι ο Καμπρόν δεν είπε ποτέ αυτήν τη φράση, αλλά μάλλον πρέπει να είχε πει, πάνω στην έξαψη της μάχης, το “Merde” (ίσως όταν τραυματίστηκε).
Όπως παρατηρεί πολύ εύστοχα ο Φλωμπέρ «Για φαντάσου! Πέντε λέξεις για να αντικαταστήσουν πέντε γράμματα!»
Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε πώς «ο πραγματικός νικητής της μάχης του Βατερλώ ήταν ο Καμπρόν».
Η φράση παλιότερα υπήρχε στο Γνωμικολογικόν στις Ιστορικές φράσεις, αλλά έχει πλέον αποσυρθεί από εκεί. Υπάρχει όμως στα Επιγράμματα λόγω της παρουσίας της στο βάθρο του αγάλματος του Καμπρόν στη Ναντ.
23.3.19
«Και γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι !»
Το είπε όμως πραγματικά αυτό η Αντουανέττα; Μάλλον όχι.
Τα πράγματα έχουν ως εξής:

Στα χρόνια της Επανάστασης (ή ίσως λίγο πριν) θέλησε να μάθει γιατί ο λαός ήταν σε αναβρασμό, οπότε κάποιος προθυμοποιήθηκε να της εξηγήσει ότι «οι άνθρωποι του λαού δεν έχουν ψωμί να φάνε». Η αντίδραση της βασίλισσας σ’ αυτήν την πληροφορία ήταν το κλασικό «και γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι !» (στα Γαλλικά “Qu'ils mangent de la brioche!”)
Το γουστόζικο είναι ότι η ελληνική μετάφραση που έχει επικρατήσει δεν αποδίδει πιστά το πρωτότυπο που κάνει λόγο για μπριός και όχι για παντεσπάνι (που δεν είναι το ίδιο πράγμα). Φαίνεται πως την εποχή που πρωτομεταφράστηκε η φράση, το μπριός ήταν άγνωστο είδος στην Ελλάδα, και γι’ αυτό προτιμήθηκε η λέξη παντεσπάνι. Πάντως αυτή η επιλογή δεν αδυνατίζει τη φράση, κάθε άλλο. Το παντεσπάνι την κάνει πολύ πιο νόστιμη!
Δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε με βεβαιότητα αν η Αντουανέττα είπε πραγματικά κάτι τέτοιο . Εκείνο για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι δεν ήταν η πρώτη που την είπε, καθώς η φράση απαντά και στο αυτοβιογραφικό έργο του Ζαν-Ζακ Ρουσώ Les Confessions που γράφτηκε το 1767, πολύ πριν η «Αυστριακιά» γίνει βασίλισσα της Γαλλίας.
Συγκεκριμένα ο Ρουσώ, με χιουμοριστική διάθεση, εξιστορεί ένα περιστατικό όπου μια «μεγάλη πριγκίπισσα» έδωσε την ίδια απάντηση όταν έμαθε ότι οι χωρικοί δεν είχαν να φάνε. Δεν αποκλείεται η ιστορία αυτή να είναι επινόηση του Ρουσώ, αλλά το πιο πιθανό είναι ο φιλόσοφος να μετέφερε κάποιο ανέκδοτο της εποχής εκείνης (που δεν αφορούσε τότε συγκεκριμένη βασίλισσα).
Άρα η φράση προϋπήρχε και κάποιος την κόλλησε στην Μαρία Αντουανέττα εν μέσω των εξημμένων παθών και των συνταρακτικών εξελίξεων της εποχής της Γαλλικής Επανάστασης.
Πρέπει να επισημανθεί επίσης πως το πρώτο κείμενο που αποδίδει τη φράση στην Μαρία Αντουανέττα εμφανίστηκε πολύ αργότερα, το 1843 με την υπογραφή του επιφυλλιδογράφου Αλφόνσου Καρ.
Πώς αντιμετωπίζεται η φράση στο Γνωμικολογικόν:
Η φράση συμπεριλαμβάνεται στο Γνωμικολογικόν και αποδίδεται στη Μαρία Αντουανέττα συνοδευόμενη από την παρατήρηση ότι μάλλον δεν είπε κάτι τέτοιο και πρόκειται για κακοήθεια των αντιβασιλικών. Περιλαμβάνεται και στη σελίδα με τις Πατάτες .7.10.17
Περί του ονόματος των Ελλήνων
Τον καιρό του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν γνωστοί ως Ρωμαίοι, οι γείτονές τους στη Δύση τους έλεγαν Γραικούς, ενώ στην Ανατολή Αλ Ρουμ (Ρωμαίοι). Η αρχή κάθε ιστορικής εποχής συνοδευόταν από νέο όνομα, είτε απολύτως καινούριο, είτε παλαιό και ξεχασμένο, όνομα από την παράδοση ή δανεισμένο από τους ξένους. Κάθε ένα από αυτά ήταν σημαντικό στην εποχή του και όλα είναι λίγο-πολύ σε χρήση. Γι` αυτό οι Έλληνες είναι πολυώνυμος λαός.
Στην Ιλιάδα , οι ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις περιγράφονται με τρία διαφορετικά ονόματα: Αργείοι, Δαναοί και Αχαιοί, και όλα με την ίδια έννοια. Από τα παραπάνω ο πρώτος τύπος χρησιμοποιείται 170 τουλάχιστον φορές, ο δεύτερος 148 και ο τρίτος 598 φορές.
Οι Αργείοι είναι πολιτικός όρος που προέρχεται από την αρχική πρωτεύουσα των Αχαιών, το Άργος. Οι Δαναοί είναι το όνομα που αποδίδεται στη φυλή που εξουσιάζει αρχικά την Πελοπόννησο και την περιοχή κοντά στο Άργος. Αχαιοί ονομάζεται η φυλή που, ενισχυμένη από τους Αιολείς, κυριάρχησε πρώτη στα ελληνικά εδάφη, επικεντρωμένοι γύρω από την πρωτεύουσά τους, τις Μυκήνες.
Κατά την διάρκεια του Τρωικού Πολέμου, οι Έλληνες ήταν μια σχετικά μικρή αλλά δυνατή φυλή στην Φθία της Θεσσαλίας, συγκεντρωμένοι στις πόλεις Άλος, Αλώπη, Τροιχίνα και στο Πελασγικό Άργος
Διάφορες ετυμολογίες που έχουν προταθεί για τη λέξη Έλληνας, αλλά καμία δεν είναι ευρέως αποδεκτή: -σαλ=> προσεύχομαι, -έλλ=> ορεινός, -σελ=>φωτίζω. Μια πιό πρόσφατη μελέτη συνδέει το όνομα με την πόλη Ελλάς, δίπλα στον ποταμό Σπερχειό, που είχε αυτό το όνομα κατά την αρχαιότητα.

Ο Πτολεμαίος αποκαλεί την Ήπειρο αρχέγονη Ελλάδα και ο Αριστοτέλης αναφέρει για την ίδια περιοχή ότι συνέβη ένας αρχαίος κατακλυσμός «στην αρχαία Ελλάδα, μεταξύ της Δωδώνης και του Αχελώου ποταμού, τη γη που κατείχαν οι Σελλοί και οι Γραικοί, που αργότερα θα γίνονταν γνωστοί ως Έλληνες», (οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ` Έλληνες). Η θέση, συνεπώς, ότι οι Έλληνες ήταν φυλή από την Ήπειρο η οποία αργότερα μετανάστευσε προς τα νότια στην Φθία της Θεσσαλίας, εχει κάποα βάση. Η επέκταση μιας συγκεκριμένης λατρείας του Δία στη Δωδώνη, η τάση των Ελλήνων να σχηματίζουν ακόμη μεγαλύτερες κοινότητες και αμφικτυονίες, καθώς και η αυξανόμενη δημοτικότητα της λατρείας των Δελφών, είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του ονόματος στην υπόλοιπη ελληνική χερσόνησο, αργότερα πέρα από το Αιγαίο πέλαγος, στην Μικρά Ασία και τελικά προς δυσμάς στη Σικελία και τη νότια Ιταλία, οι οποίες ήταν γνωστές με τον όρο Μεγάλη Ελλάδα.
Η λέξη Έλληνες με την ευρύτερη σημασία της απαντάται για πρώτη φορά σε μια επιγραφή αφιερωμένη στον Ηρακλή για τη νίκη του στις Αμφικτυονίες και αναφέρεται στην 48η Ολυμπιάδα (584 π.Χ.). Φαίνεται πως παρουσιάστηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και σταδιακά καθιερώθηκε μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ.
Μετά τους Περσικούς πολέμους, αναρτήθηκε επιγραφή στους Δελφούς για τη νίκη εναντίον των Περσών η οποία υμνεί τον Παυσανία ως αρχηγό των Ελλήνων. Η συνείδηση της πανελλήνιας ενότητας προωθείτο μέσω θρησκευτικών εκδηλώσεων, με σημαντικότερη τα Ελευσίνια Μυστήρια, στην οποία οι μυημένοι έπρεπε να μιλούν ελληνικά, και βέβαια μέσω της συμμετοχής στους τέσσερις Πανελλήνιους Αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Απαγορευόταν η συμμετοχή στις γυναίκες και στους μη-Έλληνες. Ορισμένες εξαιρέσεις σημειώθηκαν πολύ αργότερα, όπως για παράδειγμα για τον Αυτοκράτορα Νέρωνα και ήταν αδιαμφισβήτητα ένδειξη της ρωμαϊκής ηγεμονίας.
Η ανάπτυξη μυθολογικών γενεαλογιών από επώνυμους ιδρυτές, πολύ αργότερα μετά τη μετανάστευση προς τα νότια Αχαιών, Ιώνων, Αιολέων και Δωριέων, επηρέασε το πώς αντιμετωπίζονταν οι βορειότερες φυλές. Κατά τον Τρωικό Πόλεμο, οι Ηπειρώτες, οι Μολοσσοί και οι Μακεδόνες δε θεωρούνταν Έλληνες, καθώς οι λαοί με αυτές τις ονομασίες δεν ήταν τότε παρά μια μικρή φυλή στη Θεσσαλία, μέλος της οποίας ήταν ο Αχιλλέας.
Ωστόσο, ακόμα κι όταν η ονομασία επεκτάθηκε, καλύπτοντας όλους τους λαούς νότια του Ολύμπου, οι βορειότεροι λαοί με τις ίδιες ρίζες δεν αποκαλούνταν έτσι. Ένας λόγος ήταν η άρνησή τους να συμμετάσχουν στους Περσικούς Πολέμους. Ωστόσο, αντιπρόσωποι των φυλών αυτών είχαν γίνει δεκτοί στους Ολυμπιακούς Αγώνες και διαγωνίστηκαν μαζί με άλλους Έλληνες. Ο Θουκυδίδης αποκαλεί βαρβάρους τους Ακαρνάνες, τους Αιτωλούς, τους Ηπειρώτες και τους Μακεδόνες, αλλά το επιχειρεί σε καθαρά γλωσσικό πλαίσιο. Όταν ο ρήτορας Δημοσθένης αποκαλεί τους Μακεδόνες χειρότερους από βαρβάρους στον Γ` Φιλιππικό, το κάνει με σεβασμό στον πολιτισμό τους, ο οποίος απλώς δε συμβαδίζει με τα κοινά ελληνικά πρότυπα. Από την άλλη πλευρά, ο Πολύβιος θεωρεί τις φυλές της δυτικής Ελλάδας, Ηπείρου και Μακεδονίας αμιγώς ελληνικές.
Στους επόμενους αιώνες, ο «Έλληνας» απέκτησε ευρύτερη έννοια, συμβολίζοντας όλους τους πολιτισμένους, ενώ το αντίθετο, «βάρβαρος», αντιπροσώπευε τους απολίτιστους.
Το πρώτο πράγμα που οι ελληνικές φυλές παρατήρησαν ήταν το γεγονός της διαφορετικότητας στην ομιλία με τους γειτονικούς λαούς. Στο γεγονός αυτό βασίζεται ουσιαστικά και ο χαρακτηρισμός βάρβαρος, ως ο ομιλών μια ακατάληπτη γλώσσα.
Ο όρος «βάρβαρος» θεωρείται ότι προέρχεται από τη προσπάθεια απόδοσης της ξενικής αυτής ομιλίας, βάσει της ερμηνείας των παραγόμενων ήχων (bar-bar), που έφτανε στα αυτιά των διαφόρων ελληνικών φυλών ως κάποιο είδος ψευδισμού. Παρόμοια νοοτροπία είχαν και οι Αιγύπτιοι, που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αποκαλούσαν βαρβάρους όλους όσοι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα, και για τους Σλάβους πιο πρόσφατα, οι οποίοι αποκαλούσαν τους Γερμανούς με το όνομα nemec, που σημαίνει τραυλός . Ο Αριστοφάνης στους Όρνιθες αποκαλεί τον αγράμματο επιστάτη βάρβαρο, ο οποίος όμως έμαθε στα πουλιά να μιλάνε. Τελικά, ο όρος επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον τρόπο ζωής των ξένων, ταυτίστηκε δηλαδή με τους όρους «αμόρφωτος» ή «απολίτιστος». Έτσι, «ένας αγράμματος άνθρωπος είναι κι αυτός βάρβαρος».
Σύμφωνα με τον Διονύσιο της Αλικαρνασσού, ένας Έλληνας διέφερε από έναν βάρβαρο σε τέσσερα σημεία: εκλεπτυσμένη γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία και νόμους . Η ελληνική εκπαίδευση έγινε συνώνυμη με την ευγενή ανατροφή. Ο Απόστολος Παύλος το θεωρούσε υποχρέωσή του να κηρύξει σε όλους τους λαούς το Ευαγγέλιο, σε «Έλληνες και βαρβάρους, σοφούς και ανόητους» .
Η διάκριση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους διήρκεσε μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Ο Ευριπίδης θεωρούσε λογικό να κυριαρχήσουν οι Έλληνες στους βαρβάρους, γιατί οι πρώτοι προορίζονταν για ελευθερία, ενώ οι δεύτεροι για σκλαβιά . Ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα πως "η φύση ενός βαρβάρου κι ενός δούλου είναι ένα και το αυτό" . Η φυλετική διαφοροποίηση άρχισε να ξεθωριάζει με τη διδασκαλία των Στωικών, που δίδασκαν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στον Θεό κι έτσι από τη φύση τους δεν μπορεί να υπάρχει ανισότητα μεταξύ τους. Με τον καιρό, η ονομασία Έλληνας έγινε σημάδι διανόησης κι όχι καταγωγής, όπως είπε κι ο Ισοκράτης.

Η σύγχρονη αγγλική λέξη Greek προέρχεται από τη λατινική Graecus, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική Γραικός, το όνομα φυλής Βοιωτών που μετανάστευσε στην Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ..
Με αυτό το όνομα ήταν γνωστοί οι Έλληνες στη Δύση.
Ο Όμηρος, κατά την απαρίθμηση των βοιωτικών δυνάμεων στην Ιλιάδα (Κατάλογος των Νηών), παρέχει την πρώτη γραπτή αναφορά για μια πόλη της Βοιωτίας με το όνομα Γραία και ο Παυσανίας αναφέρει ότι Γραία ήταν το όνομα της αρχαίας πόλης της Τανάγρας. Η Κύμη, πόλη δυτικά της Νεάπολης και νότια της Ρώμης, ιδρύθηκε από Κυμείς και Χαλκιδείς, καθώς και κατοίκους της Γραίας. Στην επαφή αυτών των Βοιωτών αποίκων με τους Ρωμαίους ίσως και να οφείλεται η λατινική ονομασία Graeci για όλες τις ελληνόφωνες φυλές.
Ο Αριστοτέλης, η αρχαιότερη πηγή που αναφέρει τη λέξη αυτή, δηλώνει ότι κατακλυσμός "σάρωσε" την κεντρική Ήπειρο, περιοχή της οποίας οι κάτοικοι αποκαλούνταν Γραικοί κι αργότερα ονομάζονταν Έλληνες. Στη Μυθολογία, ο Γραικός είναι ξάδερφος του Λατίνου και η λέξη μάλλον σχετίζεται με τη λέξη γηραιός, που ήταν ο τίτλος των ιερέων της Δωδώνης.
Ονομάζονταν επίσης Σελλοί, κάτι που δείχνει τη σχέση μεταξύ των δυο βασικών ονομασιών των Ελλήνων. Η επικρατούσα θεωρία για τον αποικισμό της Ιταλίας είναι ότι τμήμα κατοίκων της Ηπείρου διέσχισαν τη Δωδώνη και μετοίκησαν στη Φθία και έγιναν γνωστοί ως Έλληνες, η φυλή που οδήγησε στην Τροία ο Αχιλλέας. Οι υπόλοιποι κάτοικοι αναμείχθηκαν με άλλες φυλές που κατέφτασαν αργότερα, χωρίς όμως να χάσουν το όνομά τους. Από εκεί ταξίδεψαν δυτικά προς την Ιταλία, πριν καταφτάσει το πρώτο κύμα αποικισμού στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ.
Στην Ανατολή, καθιερώθηκε ένας εντελώς διαφορετικός όρος. Οι αρχαίοι λαοί της Μέσης Ανατολής αναφέρονταν στους Έλληνες ως Yunan, από την περσική λέξη Γιαουνά (Yaunâ), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική Ιωνία, δηλαδή τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., οι Πέρσες κατέκτησαν την ιωνική φυλή κι έτσι η ονομασία αυτή επεκτάθηκε για όλους τους Έλληνες.
Οι αρχαιότερες αναφορές στους Yaunâ βρίσκονται στις αυτοκρατορικές επιγραφές της δυναστείας των Αχαιμενιδών. Η πρώτη από αυτές (520 π.Χ.) είναι επιγραφή του Δαρείου Α` στο Μπεχιστούν (Behistun). Σε άλλη επιγραφή του Δαρείου Α`, στο Νακς-ι Ρουστάμ (Naqš-i Rustam), αναφέρονται οι Yaunâ με το ασπιδοειδές καπέλο. Αυτή η ονομασία προέρχεται από τη χρήση της καυσίας, δηλαδή του μακεδονικού πλατύγυρου καπέλο για τον ήλιο (παραλλαγής του πέτασου), και υπονοεί τους Μακεδόνες. Επίσης, επιγραφή του Ξέρξη στην Περσέπολη και τις Πασαργάδες μιλάει για Yaunâ, κοντά και πέρα από τη θάλασσα.Όλοι οι λαοί υπό την περσική κυριαρχία υιοθέτησαν αυτό τον όρο και από εκεί προέρχεται η σανσκριτική λέξη Γιαβάνα, που συναντά κανείς σε αρχαία σανσκριτικά κείμενα, κι αργότερα αναφέρεται στους Έλληνες των ελληνιστικών βασιλείων της Ινδίας, καθώς και οι λέξεις Yona στη γλώσσα Πάλι και Yonaka(όρος με τον οποίο αυτοχαρακτηρίζονταν οι Έλληνες της Βακτρίας).
Ο όρος Yunan (युनान) χρησιμοποιείται σήμερα στα τουρκικά, τα αραβικά (يوناني), τα περσικά, τα αζερικά, τα ινδικά Χίντι (यूनान) και τις γλώσσες Μαλάι (Ινδονησία, Μαλαισία κα).
Η ονομασία Έλληνας απέκτησε εντελώς θρησκευτική σημασία στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι και το τέλος της πρώτης χιλιετίας, διάστημα κατά το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Καίρια ήταν η επαφή με τον Ιουδαϊσμό, καθώς κληροδότησε τη θρησκευτική διαφοροποίηση των ανθρώπων. Οι Εβραίοι, όπως κι οι Έλληνες, διαφοροποιούσαν εαυτούς από τους ξένους, οι πρώτοι όμως με θρησκευτικά κι όχι πολιτιστικά κριτήρια.
Με την κατάκτηση των Ελλήνων από τη Ρώμη, όπως οι Έλληνες θεωρούσαν βαρβάρους όλους τους απολίτιστους λαούς, έτσι κι οι Εβραίοι θεωρούσαν όλους τους παγανιστές goyim (άπιστους, κυριολεκτικά "έθνη"). Η θρησκευτική αυτή διάκριση υιοθετήθηκε από τους πρώτους Χριστιανούς κι έτσι αναφέρονταν σε όλους τους παγανιστές ως Έλληνες.
Ο Απόστολος Παύλος στις Επιστολές του χρησιμοποιεί την ονομασία Έλληνας σχεδόν πάντα σε σχέση με την ονομασία Εβραίος, πιθανότατα με σκοπό να αντιπροσωπεύσει το σύνολο των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων .
Ο Έλληνας χρησιμοποιείται με θρησκευτική σημασία για πρώτη φορά στην Καινή Διαθήκη, στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον . Καθαρά θρησκευτική σημασία έφτασε να κατέχει ο όρος κατά το 2ο ή 3ο αιώνα μ.Χ. Ο Αθηναίος Αριστείδης αναφέρεται στους Έλληνες ως έναν από τους αντιπροσωπευτικούς παγανιστικούς λαούς, μαζί με τους Αιγύπτιους και τους Χαλδαίους. Αργότερα, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρει έναν ανώνυμο Χριστιανό συγγραφέα, που αποκαλούσε τους παραπάνω Έλληνες και μιλούσε για δυο παλιά έθνη κι ένα νέο: το χριστιανικό έθνος.
Από τότε και στο εξής, ο όρος δε σήμαινε εθνική καταγωγή ούτε ελληνική εκπαίδευση, αλλά γενικά παγανιστές, ανεξαρτήτου φυλής. Η προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ιουλιανού να επαναφέρει τον παγανισμό απέτυχε και σύμφωνα με τον Πάπα Γρηγόριο Α`, "τα πράγματα εξελίχθηκαν υπέρ της Χριστιανοσύνης και η θέση των Ελλήνων επλήγη σοβαρά" . Μισό αιώνα αργότερα, Χριστιανοί διαμαρτύρονται εναντίον του Έπαρχου της Αλεξάνδρειας, κατηγορώντας τον ότι ήταν Έλληνας . Ο Θεοδόσιος Α` προέβη στα πρώτα "νομοθετικά" βήματα εναντίον του παγανισμού, αλλά οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού προκάλεσαν διώξεις των παγανιστών σε μαζικό βαθμό. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας περιείχε δυο νόμους, που διέτασσαν την ολοκληρωτική καταστροφή του Ελληνισμού, ακόμα και στο δημόσιο βίο. Οι μη-Χριστιανοί θεωρούνταν δημόσια απειλή, κάτι που υποβίβασε ακόμη περισσότερα τη σημασία του Έλληνα. Παραδόξως, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, οΤριβωνιανός, ο ίδιος ο νομικός αρμοστής του Ιουστινιανού, ήταν "Έλληνας".
Την εποχή της πτώσης της Ρώμης (το 476 μ.Χ.) οι περισσότεροι κάτοικοι της Ανατολής είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς και, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είχαν κάποια ιδέα ότι ήταν Ρωμαίοι. Ακόμη κι αν δε συμπαθούσαν τη διακυβέρνησή τους περισσότερο απ` ό,τι πριν, οι Έλληνες ανάμεσά τους δεν μπορούσαν πλέον να τη θεωρούν ξένη, ότι ασκούνταν από Λατίνους στην Ιταλία. Η ίδια η λέξη Έλλην είχε ήδη αρχίσει να σημαίνει ειδωλολάτρης παρά έναν άνθρωπο ελληνικής φυλής ή που μετείχε στον ελληνικό πολιτισμό. Αντίθετα η συνηθισμένη λέξη για έναν Έλληνα της Ανατολής είχε αρχίσει να είναι το Ρωμαίος, το οποίο εμείς οι σύγχρονοι αποδίδουμε ως Βυζαντινός.
Ρωμαίοι είναι η ονομασία με την οποία οι Έλληνες ήταν γνωστοί κατά τον Μεσαίωνα. Ενώ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, η θρησκευτική αλλοίωση του ονόματος Έλλην ολοκληρώθηκε. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου οι Έλληνες της Αυτοκρατορίας υιοθέτησαν την ονομασία Ρωμαίοι, επειδή η προηγούμενη είχε χάσει την παλαιότερη σημασία της. Έτσι ενώ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξελληνιζόταν, το όνομα των Ελλήνων εκρωμαϊζόταν.
Το ξένο δανεικό όνομα αρχικά είχε περισσότερο πολιτική παρά εθνική σημασία, η οποία συνοδοιπορούσε με την οικουμενική ιδεολογία της Ρώμης που φιλοδοξούσε να περικλείσει όλα τα έθνη του κόσμου κάτω από ένα αληθινό Θεό. Μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, όταν η Αυτοκρατορία ακόμη έλεγχε μεγάλες εκτάσεις και πολλούς ανθρώπους, η χρήση του ονόματος Ρωμαίος πάντα δήλωνε την κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων και ποτέ καταγωγή. Διάφορες εθνότητες μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα εθνικά ονόματά τους ή τα τοπωνύμια τους, για να αποσαφηνίζουν την κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων από τη γενεαλογία, γι’ αυτό ο ιστορικός Προκόπιος προτιμά να αποκαλεί τους Βυζαντινούς εξελληνισμένους Ρωμαίους, ενώ άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν Ρωμαιοέλληνες και Ελληνορωμαίοι, αποβλέποντας στο να δηλώσουν καταγωγή και κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων συγχρόνως.
Οι εισβολές των Λομβαρδών και των Αράβων τον ίδιο αιώνα είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια των περισσότερων επαρχιών, συμπεριλαμβανομένων και της Ιταλίας και όλης της Ασίας, εκτός από την Ανατολία. Οι περιοχές που διατηρήθηκαν ήταν κυρίως ελληνικές, μετατρέποντας έτσι την αυτοκρατορία σε μια πολύ πιο συνεκτική ενότητα που τελικά εξελίχτηκε σε σαφώς ενσυνείδητη ταυτότητα. Διαφορετικά απ’ ότι τους προηγούμενους αιώνες, προς το τέλος της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. εκφράζεται στα βυζαντινά έγγραφα μια ξεκάθαρη αίσθηση εθνικισμού.
Η αποτυχία των Βυζαντινών να προστατεύσουν τον Πάπα από τους Λομβαρδούς εξανάγκασε τον Πάπα να αναζητήσει βοήθεια αλλού. Στο αίτημά του απάντησε ο Φράγκος ηγεμόνας Πιπίνος II από την Ακουϊτανία, τον οποίο είχε ονομάσει "Πατρίκιο", τίτλο που προκάλεσε σοβαρή σύγκρουση. Το 772, η Ρώμη έπαψε να μνημονεύει τον αυτοκράτορα και στα 800 ο Καρλομάγνος στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον ίδιο τον Πάπα, επίσημα απορρίπτοντας τους Βυζαντινούς ως πραγματικούς Ρωμαίους. Σύμφωνα με τη ερμηνεία των γεγονότων από τους Φράγκους, ο παπισμός κατάλληλα "μετέφερε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία από τους Έλληνες στους Γερμανούς, στο όνομα της Μεγαλειότητός του, του Καρόλου".
Στο εξής, ένας πόλεμος ονομάτων ξέσπασε γύρω από τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά δικαιώματα. Αδυνατώντας να αρνηθούν ότι υπήρχε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, ικανοποιούνταν αποκηρύσσοντας τον ως διάδοχο της ρωμαϊκής κληρονομιάς με το επιχείρημα ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμιά σχέση με τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Ο Πάπας Νικολάος Α` έγραψε στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ`, "Παύσατε να αποκαλείστε `Αυτοκράτωρ Ρωμαίων,` αφού οι Ρωμαίοι των οποίων ισχυρίζεστε ότι είστε Αυτοκράτορας, είναι στην πραγματικότητα βάρβαροι, κατά τη γνώμη σας".
Στο εξής, για τους Δυτικούς, ο αυτοκράτορας στην Ανατολή ήταν γνωστός και μνημονευόταν ως Αυτοκράτωρ Ελλήνων και η χώρα τους ως Ελληνική Αυτοκρατορία, διατηρώντας και τους δύο "Ρωμαϊκούς" τίτλους για τον Φράγκο βασιλιά. Το ενδιαφέρον και των δύο πλευρών ήταν περισσότερο κατ’ όνομα παρά πραγματικό. Καμιά γη δε διεκδικήθηκε ποτέ, αλλά η προσβολή που οι Βυζαντινοί αισθάνθηκαν για την κατηγορία καταδεικνύει πόσο συναισθηματικά συνδεδεμένοι ήταν με το όνομα Ρωμαίος. Ενδεικτικά, ο Επίσκοπος Λιουτπράνδος (Cremon Liutprand), απεσταλμένος της φραγκικής αυλής, φυλακίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, επειδή δεν αναφέρθηκε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα με τον κατάλληλο τίτλο του. Η φυλάκισή του θεωρήθηκε αντίμετρο στην ίδρυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Otto I (Όθωνα Α`).
Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι «Ρωμαίοι» των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου αποτελούσαν έθνος που σε μεγάλο βαθμό, και ειδικά μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, ταυτίζεται με το νεότερο ελληνικό έθνος.
Ο πρώτος που διατύπωσε αυτή την άποψη ήταν ο Α. Καλδέλλης (καθηγητής βυζαντινολόγος στο Παν/μιο του Οχάιο). Κατά τη γνώμη του οι Ρωμαίοι δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους Έλληνες πριν το 1204 και ο Ελληνισμός ήταν κατασκευή των μορφωμένων η οποία κατά την Αυτοκρατορία της Νίκαιας έγινε το κύριο συστατικό μια εθνικιστικής ιδεολογίας.
Ο Χρήστος Μαλατράς διαπιστώνει ότι οι Ρωμαίοι των πηγών του 12ου-13ου αιώνα αποτελούν εθνική ομάδα που αναφέρεται με τους πρακτικά συνώνυμους όρους γένος, έθνος και φύλο. Ο όρος «Ρωμαίος» δεν ταυτίζεται με τον υπήκοο του Βυζαντίου αφού αποδίδεται και σε χριστιανούς υπό τον Τούρκο σουλτάνο ενώ υπάρχουν υπήκοοι του Βυζαντίου που δεν θεωρούνται Ρωμαίοι αλλά «αλλογενείς» και «βάρβαροι». Επίσης διαπιστώνει ότι ο όρος δεν είναι κατασκευή των μορφωμένων αφού αναγνωρίζεται και από τον λαό. Γεωγραφικές περιοχές του Βυζαντίου όπως η Σερβία, η Βουλγαρία και η Κιλικία δεν θεωρούνταν «περιοχές των Ρωμαίων» ενώ ταυτόχρονα «αλλογενείς» κατοικούσαν σε περιοχές Ρωμαίων. Πρόσωπα που δεν υπάκουαν στον αυτοκράτορα δεν έπαυαν να θεωρούνται Ρωμαίοι. Δεν ονομάζονταν έτσι οι Σλάβοι και Αιγύπτιοι χριστιανοί ορθόδοξοι ούτε αρκούσε η γνώση της ελληνικής γλώσσας για να ονομαστεί κάποιος Ρωμαίος. Τα κύρια όρια αυτής της εθνικής ομάδας, η ορθοδοξία και η ελληνική γλώσσα, έπρεπε να είχαν αποκτηθεί εκ γενετής.
Την ίδια εποχή (12ος-13ος αι.) οι Ρωμαίοι της αρχαίας Ρώμης γίνονται αντιληπτοί ως Άλλοι. Απορρίπτεται το πρό Μεγάλου Κωνσταντίνου λατινικό παρελθόν και αποκαθίσταται το αρχαίο ελληνικό ενώ αναγνωρίζεται ότι η χριστιανική θρησκεία δεν επαρκεί για να σχηματιστεί η ταυτότητα αυτής της εθνικής ομάδας η οποία επιβιώνει στους επόμενους αιώνες μέχρι τον σχηματισμό έθνους-κράτους τον 19ο αιώνα. Τότε επισήμως υιοθετείται το όνομα Έλληνας αντί του Ρωμαίος.
Ο όρος "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" επινοήθηκε το 1557, έναν αιώνα περίπου μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Γερμανό ιστορικό Ιερώνυμο Βολφ (Hieronymus Wolf), ο οποίος εισήγαγε ένα σύστημα βυζαντινής ιστοριογραφίας στο έργο του Corpus Historiae Byzantinae, για να διακρίνει την αρχαία ρωμαϊκή από τη μεσαιωνική ελληνική ιστορία, χωρίς να στρέψει την προσοχή προς τους αρχαίους προγόνους τους. Αρκετοί συγγραφείς υιοθέτησαν την ορολογία του στη συνέχεια, αλλά παρέμεινε σχετικά άγνωστη. Όταν το ενδιαφέρον αυξήθηκε, οι Άγγλοι ιστορικοί προτιμούσαν να χρησιμοποιούν ορολογία "ρωμαϊκή" (ο Έντουαρντ Γκίμπον (Edward Gibbon) τη χρησιμοποιούσε με έναν ιδιαίτερα μειωτικό τρόπο)• ενώ οι Γάλλοι ιστορικοί προτιμούσαν να την ονομάζουν "ελληνική". Ο όρος επανεμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και από τότε έχει κυριαρχήσει πλήρως στην ιστοριογραφία, ακόμη και στην Ελλάδα, παρά τις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου ότι η αυτοκρατορία θα έπρεπε να καλείται "Ελληνική". Λίγοι Έλληνες λόγιοι υιοθέτησαν την ορολογία εκείνη την εποχή, αλλά έγινε δημοφιλής μόνο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
H εξωεκκλησιαστική χρήση της ονομασίας Έλληνας αναβίωσε τον 9ο αιώνα, μετά την έκλειψη του παγανισμού, που δεν ήταν πλέον απειλή για την κυριαρχία του Χριστιανισμού. Ο όρος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία απέκτησε αρχικά την πολιτισμική του σημασία και μέχρι τον 11ο αιώνα απέκτησε την αρχική του σημασία: του ανθρώπου με ελληνική καταγωγή, συνώνυμου εκείνη την εποχή με τον όρο Ρωμαίος.
Η επανίδρυση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης στο παλάτι της Μαγναύρας δημιούργησε ενδιαφέρον για την απόκτηση γνώσης, ιδιαίτερα στις ελληνικές σπουδές. Ο Πατριάρχης Φώτιος Α΄ ενοχλείτο που "οι ελληνικές σπουδές προτιμώνταν αντί των πνευματικών έργων". Ο Μιχαήλ Ψελλός λαμβάνει ως φιλοφρόνηση τα λόγια του Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ`, ότι "είχε ελληνική ανατροφή" και ως αδυναμία του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ`την έλλειψη ελληνικής εκπαίδευσης , ενώ η Άννα Κομνηνή ισχυριζόταν ότι "κατείχε τη σπουδή των Ελληνικών στο μέγιστο βαθμό" και, σχολιάζοντας την ίδρυση ορφανοτροφείου από τον πατέρα της, ανέφερε πως "εκεί μπορούσε να δει κανείς να εκπαιδεύεται ένας Λατίνος, ένας Σκύθης να μελετά Ελληνικά, ένας Ρωμαίος να διαβάζει ελληνικά κείμενα κι ένας αγράμματος Έλληνας να μιλάει σωστά Ελληνικά" . Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να λεχθεί πως οι Βυζαντινοί ήταν Ρωμαίοι σε πολιτικό επίπεδο αλλά Έλληνες στην καταγωγή.
Ο Ευστάθιος ο Θεσσαλονικεύς αποσαφηνίζει το διαχωρισμό αυτό στην αναφορά του για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204: στους εισβολείς αναφέρεται με το γενικό όρο Λατίνοι, περιλαμβάνοντας τους συναφείς με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ με τον όρο Έλληνες αναφέρεται στον κυρίαρχο πληθυσμό της αυτοκρατορίας .
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, τονίζεται ο ελληνικός εθνικισμός. Ο Νικήτας Χωνιάτης υπογράμμιζε τα αίσχη των Λατίνων απέναντι στους Έλληνες στην Πελοπόννησο . Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης ανέφερε ως "Έλληνες" τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες .
Ο δεύτερος Αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης απηύθυνε μια επιστολή στον Πάπα Γρηγόριο Θ` σχετικά με τη "φρόνηση, η οποία επιδαψιλεύει το Ελληνικόν Έθνος". Υποστήριζε ότι η μεταβίβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη υπαγορεύθηκε από εθνικούς μάλλον παρά από γεωγραφικούς λόγους και, κατά συνέπεια, δεν ανήκε στους Λατίνους που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη: Η κληρονομιά του Κωνσταντίνου του Μεγάλου μεταβιβάσθηκε στους Έλληνες, έτσι υποστήριζε, και αυτοί μόνοι ήσαν οι κληρονόμοι και διάδοχοί του.
Ο γιος του Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις επιθυμούσε σφοδρότατα να προβάλει το όνομα των Ελλήνων, με πραγματικό εθνικιστικό ζήλο. Προέβαλε ως επιχείρημα ότι "η Ελληνική φυλή επικρατεί των άλλων γλωσσών" και ότι "κάθε τομέας φιλοσοφίας και κάθε μορφή γνώσης είναι επινόηση των Ελλήνων... Τι έχετε, εσείς, ώ Ιταλοί, να επιδείξετε;"
Η εξέλιξη του ονόματος ήταν αργή και ποτέ δεν αντικατέστησε πλήρως το "ρωμαϊκό" όνομα. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς ονόμασε το ιστορικό έργο του "Ρωμαϊκή Ιστορία". Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ` Καντακουζηνός, μέγας υποστηρικτής της ελληνικής παιδείας, στα απομνημονεύματά του αναφέρεται πάντα στους Βυζαντινούς με τον όρο "Ρωμαίοι", εν τούτοις σε μια επιστολή που του απέστειλε ο Σουλτάνος της Αιγύπτου Νάσερ Χασάν μπεν Μοχάμεντ, τον μνημονεύει ως "Αυτοκράτορα των Ελλήνων, Βουλγάρων, Ασάνων, Βλάχων, Ρώσων και Αλανών", όχι όμως των "Ρωμαίων". Τον επόμενο αιώνα ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων υπέδειξε στον Κωνσταντίνο 11ο Παλαιολόγο ότι ο λαός, του οποίου ηγείται, είναι "Έλληνες, όπως πιστοποιεί η φυλή, η γλώσσα και η παιδεία τους", ενώ ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης συνηγορούσε υπέρ της ολοσχερούς αντικατάστασης του όρου "Ρωμαίοι" με τον όρο "Έλληνες". Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τελικά ανακήρυξε την Κωνσταντινούπολη ως το "καταφύγιο των Χριστιανών, ελπίδα και αγάπη όλων των Ελλήνων".
Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, ξεκίνησε μια σφοδρή ιδεολογική διαμάχη ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές ονομασίες των Ελλήνων. Η διαμάχη αυτή κόπασε για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αλλά επιλύθηκε οριστικά μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά την ανακατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους.
Η προετοιμασία του ελληνισμού για την εθνική του αφύπνιση, είναι σαφές ότι περιέχει πολλές παραμέτρους οι οποίες και θα αναλυθούν, ώστε να γίνουν κατανοητές οι ζυμώσεις της προεπαναστατικής περιόδου. Η συμβολή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στην προετοιμασία της αφύπνισης του ελληνικού έθνους είναι μεγάλη, καθώς με τα έργα των Ελλήνων διανοούμενων της εποχής, συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης, της γλώσσας και της εκπαίδευσης των Ελλήνων. Οι διανοούμενοι θεώρησαν την παιδεία βασικό θεμέλιο της εθνικής αφύπνισης. Το πνευματικό αυτό κίνημα αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για τoν σκοπό αυτό, μεταφέροντας τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού με την μετάφραση των έργων των μεγάλων Διαφωτιστών της Δύσης. Ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του Αιώνα των Φώτων την περίοδο αυτή στην Ευρώπη, παρατηρείται το φαινόμενο της εμφάνισης εθνικών ομάδων οι οποίες, αν κι ακόμη ζουν μέσα στις πολυεθνικές αυτοκρατορίες, αρχίζουν να αναζητούν την ανεξαρτησία τους.
Στον ελληνικό χώρο τα πράγματα είναι διαφοροποιημένα. Η Ελλάδα ήταν ένα κράμα γλωσσών, πολιτισμών, εθνοτήτων και θρησκειών. Επίσης, ήταν τμήμα μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας η οποία δεν είχε καμία σχέση με την Ευρώπη. Η έλλειψη παιδείας και νόμων ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της. Οι σουλτάνοι δεν ήταν φίλοι των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, όπως οι Ευρωπαίοι μονάρχες οι οποίοι τα καλλιεργούσαν στις αυλές τους. Το Οθωμανικό κράτος είχε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, άλλη κυρίαρχη θρησκεία, άλλους θεσμούς, άλλη πολιτική οργάνωση. Τα έθνη που διαβιούσαν στην αυτοκρατορία χωρίζονταν σε μιλέτια, το μιλέτι των πιστών, το μιλέτι των Εβραίων και το μιλέτι των Ρωμιών (Ρούμ). Είναι, όμως γεγονός ότι οι υπόδουλοι Έλληνες ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τα άλλα μιλέτια, καθώς είχαν τη δική τους διοίκηση και συμμετείχαν και στη διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Οι βασικές έννοιες που θα προσεγγιστούν, είναι του Γένους και του Έθνους, καθώς και θα αναλυθούν τα τρία εθνικά ονόματα, Ρωμιός, Γραικός και Έλληνας. Είναι γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού του οποίου κύριος σκοπός ήταν ο φωτισμός του Γένους και η προετοιμασία για την ανάστασή του, εκφράστηκαν απόψεις για το θέμα του ονοματισμού του αλλά και της γλώσσας του.
Οι έννοιες Γένους και Έθνους άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν. Στα κείμενα του Διαφωτισμού συνυπάρχουν και οι δύο, πολλές φορές με διαφορετικές αποχρώσεις. Στην αρχή, το Γένος βασίζεται στην καταγωγή, ενώ σε μεταγενέστερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού και κυρίως τους ριζοσπαστικούς χάνει την οικουμενικότητά του. Κι αυτό για το λόγο ότι, οι επιδιώξεις του Γένους αλλάζουν και στρέφεται προς τη δημιουργία εθνικού κράτους και έτσι, εμφανίζεται ο όρος Έθνος. Με τον όρο Γένος εννοείται το σύνολο των Ελλήνων που κατοικεί στην πάλαι ποτέ Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το οποίο είναι κληρονόμος της. Κύρια επιδίωξη, η ανάσταση της αυτοκρατορίας που τώρα βρίσκεται εφήμερα κάτω από την κυριαρχία άπιστου κατακτητή με την ανοχή του οποίου, οι υπόδουλοι αναρριχήθηκαν στις διοικητικές τάξεις και έλαβαν μέρος της εκτελεστικής εξουσίας καθώς και προνόμια . Κατά κάποιο τρόπο το Γένος είναι σε αναλογία με τη θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων, δεν ερχόταν σε ρήξη με την αυτοκρατορία και ήταν ενταγμένο στο μιλέτ, τη θρησκευτική ομάδα που ήταν θεσμός των Οθωμανών. Αντίθετα το Έθνος, εκφράζει τις νέες ιδέες. Ο όρος είναι αποτέλεσμα των εθνικιστικών τάσεων, βασισμένος στα κηρύγματα των Διαφωτιστών, της Γαλλικής επανάστασης και στη στροφή προς την Αρχαία Ελλάδα με πρότυπα την Αθήνα και τη Σπάρτη. Η επιδίωξη εδώ είναι η δημιουργία εθνικού δημοκρατικού κράτους, το οποίο δεν έχει κέντρο του την Πόλη αλλά την κυρίως Ελλάδα. Παρατηρείται η εμφάνιση του όρου, «ελληνική πατρίδα». Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε, το Έθνος δεν έχει να κάνει με τη θρησκεία αλλά με την πολιτική και είναι μεταγενέστερο . Η ύπαρξη των όρων αυτών έρχεται σε αντιστοιχία και με την ονοματοθεσία των Ελλήνων στην οποία κυριαρχούν τρία ονόματα.
Καταρχήν, είναι οι Ρωμιοί που υποστηρίζονται από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας και τα μέλη της άρχουσας ελληνικής τάξης, στενά συνδεδεμένα με αυτή, τους Φαναριώτες, καθώς και οι αξιωματούχοι του σουλτάνου οι οποίοι έχουν στα χέρια τους την τοπική αυτοδιοίκηση. Φυσικά, οι πρόμαχοι του τίτλου αυτού επιθυμούν τη, με κάθε τρόπο, διατήρηση του Αυτοκρατορικού μοντέλου.
Ο όρος Ρωμιός την εποχή αυτή είναι γεγονός ότι κατέχει περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα, παρά πολιτικό ή εθνικό. Ο Καταρτζής δίνοντας τον ορισμό της έννοιας, την εξισώνει με τη θρησκεία, Ρωμιός χριστιανός. Βασίζεται, δηλαδή, στον προσδιορισμό του έθνους μέσα από το χώρο του μιλετίου και όχι της ιθαγένειας . Η καταγωγή του ονόματος των Ρωμιών έρχεται από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είναι γνωστό ότι κατά τους πρώτους αιώνες της, οι θεσμοί και η δομή της, ήταν εξισωμένοι με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της οποίας φυσική συνέχεια ήταν η Βυζαντινή. Με τον εξελληνισμό της, όμως, άρχισε να μεταβάλλεται και να απομακρύνεται από αυτήν. Όχι, όμως, και το όνομα που εξακολούθησε να δηλώνει την ταυτότητα των κατοίκων της αυτοκρατορίας . Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Εκκλησία η οποία εκπροσωπούνταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ήταν αυστηρά ιεραρχημένη, ενώ παράλληλα, τύγχανε προνομίων, όπως οικονομική διαχείριση, δικαστική εξουσία και σχετική διοικητική αυτονομία. Ο Πατριάρχης ήταν ενταγμένος στους διοικητικούς θεσμούς των Οθωμανών, και όπως γινόταν για όλα τα αξιώματα, ιδίως κατά την εποχή που αναφέρεται, λάμβανε τον πατριαρχικό θώκο με εξαγορά από το κράτος. Το Πατριαρχείο προσπάθησε να προβάλλει τη γλώσσα των εκκλησιαστικών κειμένων και τη διδασκαλία της, έχοντας έδρα του τη συνοικία, Φανάρι, της Πόλης, όπου και εδραιώθηκε και η ελληνική αριστοκρατία, οι Φαναριώτες.
Οι Φαναριώτες αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα του Γένους για το λόγο ότι, είχαν στα χέρια τους εκτελεστική εξουσία. Η διοικητική μηχανή των Οθωμανών στηριζόταν στο Βυζάντιο εξαιτίας, όμως, της αποφυγής των σουλτάνων να δίνουν σε ομόθρησκά τους άτομα υψηλές διοικητικές θέσεις, τις πρόσφεραν στην αριστοκρατική τάξη των Ελλήνων. Τα αξιώματα του Μεγάλου Δραγουμάνου και του Δραγουμάνου του Στόλου δόθηκαν στους Φαναριώτες. Μπαίνοντας οι υπόδουλοι στην διοίκηση των απίστων, το θεώρησαν σαν απαρχή της αφύπνισής τους. Με την πάροδο του χρόνου, οι Φαναριώτες κέρδιζαν όλο και μεγαλύτερα προνόμια και αξιώματα. Γίνονταν Οσποδάροι, διοικητές των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Εκεί, όντας όμοροι με την Ευρώπη, έφεραν στις Αυλές τους την επιστήμη, τη διανόηση και την παιδεία των Διαφωτιστών. Με αυτόν τον τρόπο, πέρασαν οι νέες ιδέες στον Ελληνικό χώρο. Τέλος, οι Φαναριώτες είχαν και καλή σύνδεση με τη Ρωσία πάνω στην οποία αυτοί και η Εκκλησία στήριζαν τις ελπίδες τους για απελευθέρωση. Σε πολλές περιοχές της σημερινής κυρίως Ελλάδας, υπήρχε οργανωμένη τοπική αυτοδιοίκηση με κύριο μέλημά της τη συλλογή της φορολογίας. Και αυτοί οι αξιωματούχοι, οι κοτζαμπάσηδες, οι πρόκριτοι και οι δημογέροντες ήταν με το μέρος των Φαναριωτών και της Εκκλησίας. Ελπίδα τους ότι με την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ήδη διαφαινόταν, θα ανέβαιναν Χριστιανοί, ακόμη και στον Αυτοκρατορικό θρόνο και θα έφερναν την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Παράλληλα με το όνομα των Ρωμιών, η ονομασία Γραικοί υποστηρίζεται από παράγοντες του εξωτερικού και τους Έλληνες της διασποράς. Ήδη από παλαιότερα υπήρχαν στην Ευρώπη Ελληνικές παροικίες στις οποίες παρατηρήθηκε μεγάλη εκδοτική δραστηριότητα. Είναι γνωστό ότι μετά την άλωση πολλοί Βυζαντινοί λόγιοι πήγαν στην Ευρώπη και βοήθησαν στη μελέτη των Αρχαίων Ελλήνων, πάνω στην οποία είχαν στηριχθεί το κίνημα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Εξαιτίας των πολιτικών ζυμώσεων που λαμβάνουν χώρα στην Ευρώπη την περίοδο αυτή, έρχονται σε άμεση επαφή με τις νέες πολιτικές ιδέες και όπως είναι φυσικό, έρχονται σε ρήξη με το αυτοκρατορικό μοντέλο. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι έμποροι, επιχειρηματίες, καθώς και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα τα οποία ενστερνίζονται τις ριζοσπαστικές ιδέες, επιθυμώντας κοινωνική ανάδειξη και συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων. Η στροφή προς την Ευρώπη έγινε κάτω από συγκεκριμένους παράγοντες. Πρώτα, πρώτα ήταν ομόδοξη, παρά τις δογματικές διαφορές. Επίσης, θαύμαζε το αρχαίο Ελληνικό μεγαλείο, ενώ ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός θεμελιωνόταν στον Ελληνορωμαϊκό. Το γεγονός της παραμονής των Ελλήνων στην Ευρώπη τους βοήθησε ώστε να λάβουν ευρωπαϊκή παιδεία και σκέψη.
Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι έδωσαν σε πολλούς Έλληνες την ελπίδα ότι θα απελευθερωνόταν η Ελλάδα από τον Ναπολέοντα. Το γεγονός αυτό γινόταν πιο έντονο με την διάδοση της πιθανότητας ότι εκείνος καταγόταν από την Ελλάδα. Ο πολιτικός στόχος του Γάλλου Αυτοκράτορα, όμως, καμία σχέση δεν είχε με τις επιδιώξεις των Ελλήνων. Το σίγουρο είναι ότι από τους πολέμους αυτούς επωφελήθηκαν οι Έλληνες έμποροι οι οποίοι κινδυνεύοντας διακινούσαν στα ευρωπαϊκά λιμάνια τα προϊόντα τους, εκεί που ο αποκλεισμός του Ναπολέοντα δεν επέτρεπε την είσοδο αγγλικών καραβιών.
Οι παράγοντες αυτοί, λοιπόν, ώθησαν τους υπόδουλους να ελπίζουν ανάλογα με τις απόψεις τους σε δύο κυρίως δυνάμεις, τη Ρωσία και τη Γαλλία. Καταρχήν, στηρίζονταν στη Ρωσία, η οποία βασιζόμενη στην ελπίδα των Ελλήνων ότι ήταν φυσικός προστάτης τους, ως ομόδοξη, προσπαθούσε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Κύρια επιδίωξη της Ρωσίας ήταν η έξοδός της στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο και αυτό αποτέλεσε αιτία πολλών ρωσοτουρκικών πολέμων. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η ουσιαστικότερη συμβολή της Ρωσίας ήταν η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774. Με αυτήν τη συνθήκη τα ελληνικά πλοία μπορούσαν με ρωσική σημαία να διασχίζουν το Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο. Ουσιαστικά, όμως, ήταν συνθήκη που ρύθμιζε τις ρωσοτουρκικές διαφορές. Όσο για τα ελληνικά πλοία, αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη κίνηση των Ρώσων υπέρ των Ελλήνων, αλλά απλά μία θετική συγκυρία. Εξάλλου, κατατοπιστικός σχετικά με τους Ρώσους και του θρύλου περί «Ξανθού Γένους», είναι ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο Κοραής θεωρεί ότι οι Έλληνες πρέπει να βασιστούν στην Γαλλία, στηριζόμενος στο Διαφωτισμό που έχει προηγηθεί αλλά και στη ρωσική κυριαρχία στα Επτάνησα, η οποία δεν βοήθησε σε τίποτα τους Επτανήσιους, και με ενδιαφέροντα επιχειρήματα εξισώνει τους Γάλλους με τους Αρχαίους Έλληνες. Ο Κοραής γενικά προτείνει την υιοθέτηση του ονόματος Γραικός, για τον λόγο ότι οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες με αυτόν τον τρόπο. Ο ίδιος είχε ζήσει στη Γαλλία και θεωρούσε ότι η στροφή σ’ αυτήν είναι απαραίτητη γιατί, η αφύπνιση του Γένους έπρεπε να στηριχθεί στην παιδεία, άρα στο σχολείο της Ευρώπης τη Γαλλία. Είναι αντίθετος με το αυτοκρατορικό μοντέλο και την ονομασία Ρωμιός, ενώ παράλληλα προτείνει το όνομα Έλληνας.
Τέλος, η ονομασία Έλληνες, υποστηρίζεται κυρίως από αυτούς που θεωρούν απαραίτητη τη σύνδεση με την αρχαιότητα. Έρχονται και αυτοί σε σύγκρουση με το αυτοκρατορικό μοντέλο και καταφεύγουν στην ευρωπαϊκή βοήθεια με κυριότερο αίτημα την ένταξή τους στο δυτικό κόσμο. Αποστρέφονται το Βυζάντιο το οποίο εξάλλου είχε καταδιώξει το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Η ονομασία αυτή συνδέεται με την γέννηση της εθνικής συνείδησης που ήταν αποτέλεσμα της έλευσης των Διαφωτιστικών ιδεών και της εθνικιστικής έξαρσης στην Ευρώπη. Κορμός αυτής της κίνησης ήταν η αναζήτηση της κοινής καταγωγής με τους Αρχαίους Έλληνες και της αναγωγής της αρχαιότητας σε καίριο κρίκο για την εθνική αφύπνιση και ολοκλήρωση. Είναι γεγονός ότι η σύνδεση με την αρχαιότητα έγινε σε πρώτο βαθμό με την εμφάνιση αρχαιοελληνικών ονομάτων στα παιδιά των Ελλήνων και στα πλοία τους. Επίσης, η συμβολή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού σ’ αυτήν την κατεύθυνση στάθηκε μεγάλη. Το κίνημα βοήθησε στη διάδοση των αρχαίων ιδεών με τη μελέτη τους και στην προσπάθεια μορφοποίησης μιας ελληνικής γλώσσας καθαρής από τις ξένες επιρροές και κοντινής στην Αρχαία Ελληνική. Αν και οι απόψεις ποικίλουν μεταξύ των διαφωτιστών, αρχαϊστών και δημοτικιστών, χαρακτηριστική είναι η άποψη του πλέον μετριοπαθούς Διαφωτιστή, του Αδαμάντιου Κοραή, που πρότεινε τη μέση οδό και στη γλώσσα. Το σημαντικό στοιχείο είναι η τάση της απομάκρυνσης από τους συντηρητικούς κύκλους και η συνειδητοποίηση ότι για την απελευθέρωση είναι απαραίτητη η σύνδεση με τους προγόνους.
Χαρακτηριστική είναι η άποψη των Δημητριέων οι οποίοι προτείνουν την ονομασία Έλληνες εξηγώντας παράλληλα και την προέλευση των άλλων δύο ονομασιών, Ρωμιών και Γραικών. Οι Δημητρειείς μιλούν υποτιμητικά για το όνομα Ρωμιός, επειδή αυτό προέρχεται από τους Ρωμαίους που ήταν τύραννοι της Ελλάδας . Τέλος είναι και η άποψη του Ρήγα ο οποίος, αν και αναθρεμμένος σε Φαναριώτικο περιβάλλον, μίλησε για Έλληνες και μία πολυεθνική Ελληνική Δημοκρατία στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι προφανές ότι μεταξύ των δύο τελευταίων ονομασιών ενυπάρχει μία συγγένεια, ως προς τις επιδιώξεις τους. Οι υποστηρικτές των όρων αυτών είναι οι ριζοσπάστες, αυτοί που δεν αποδέχονται την Αυτοκρατορία και την «Ελέω Θεού» εξουσία. Είναι εκείνοι που ενστερνίστηκαν και αφομοίωσαν τα διδάγματα των καιρών και έστρεψαν τις ελπίδες τους στην Ευρώπη και τη Δύση. Εκείνοι που πρώτοι απαίτησαν πλήρη ανεξαρτητοποίηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αντιμετώπισαν το Έθνος όχι σαν ποίμνιο, αλλά σαν έθνος που θέλει, και δικαιούται, να αποφασίζει για την τύχη του. Συμπερασματικά, μέσα στις ιδεολογικές και πολιτικές ανακατατάξεις της περιόδου τίθενται θεμελιώδη ζητήματα για τον ελληνισμό. Η περίοδος αυτή είναι από τις πλέον σημαντικές για το λόγο ότι αποτελεί την απαρχή της εθνικής παλιγγενεσίας και της επιδίωξης για την απομάκρυνση των Ελλήνων από το πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο είναι η διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης και της εθνικής ταυτότητας. Σ’ αυτήν την περίοδο τίθενται οι βάσεις για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής γλώσσας και την απαλλαγή της από τις ξένες προσμείξεις, και της παιδείας αμφότερα στοιχεία ταυτότητας και διαμόρφωσης του Νεοέλληνα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες θα οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία στην ανάσταση και θα θέσουν τις βάσεις του Νεοελληνικού Κράτους.