Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια: το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!
Τί; Πάλι να γυρίσουμε στη βαρετήν Ιθάκη, στις μίζερες τις έγνοιες μας και τις φτηνές χαρές μας και στην πιστή τη σύντροφο, που σαν ιστόν αράχνης ύφαινε την αγάπη της γύρω από τη ζωή μας;
Πάλι να ξέρουμε από πριν το αύριο τί θα ’ναι
και να μη νιώθουμε καμιά λαχτάρα ν’ ανατείλει, πάλι σαν τους ανήλιαστους καρπούς, που μαραζώνουν και πέφτουν σάπιοι κατά γης να μοιάζουν τα όνειρά μας; Η τόλμη αφού μας έλειψε (και θα μας λείπει πάντα!), να βγούμε, μόνοι, απ’ τη στενή και τη στρωτή μας κοίτη κι ελεύτεροι, σαν άνθρωποι στη χαραυγή του κόσμου, τους άγνωστους να πάρουμε και τους μεγάλους δρόμους, μ’ ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο χώμα και στην ψυχή μας ριγηλή σα φυλλωσιά στην αύρα, τουλάχιστο ας μη χάσουμε την ευκαιρία τώρα το παίγνιο να γίνουμε των άγριων των κυμάτων κι όπου το φέρει! Ως πλόκαμοι μπορούν να μας τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βύθη, μα και μπορούν, στη φόρα τους, να μας σηκώσουν τόσο ψηλά — που με το μέτωπο ν’ αγγίξουμε τ’ αστέρια!...
Κώστας Ουράνης. 1953. Ποιήματα. Αθήνα: Εστία.